Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Περί κάλων και περί Αγανακτισμένων

Όταν σου πατήσουν τον κάλο, λες «Άουτς!» και αγανακτείς. Αν είσαι και λίγο θερμόαιμος μπορεί να πεις «Σιγά ρε άνθρωπε, γκαβός είσαι;», εκτός αν είσαι Εγγλέζος, οπότε λες «Sorry», εννοώντας «Συγνώμη που έβαλα τον κάλο μου κάτω από το παπούτσι σου!». Η αγανάκτηση και η διαμαρτυρία όταν σου πατούν τον κάλο είναι κάτι το αυθόρμητο και το ενστικτώδες, χωρίς να χρειάζεται αυτενέργεια. Εκείνο που χρειάζεται αυτενέργεια, είναι αυτό που λέει ο Εγγλέζος: παρόλο που αισθάνεται το ίδιο με τον Έλληνα αναξιοπαθούντα καλοτσαλαπατημένο, έχει την δύναμη να συγκρατήσει την αγανάκτηση του και να αναλάβει μέρος της ευθύνης για το συμβάν. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι το τί κάνουμε μετά το τσαλαπάτημα: βάζουμε ιώδιο στην πληγή και αναγνωρίζοντας ότι και εμείς είχαμε κάποια ευθύνη, πετάμε τα στενά κομψά τακουνάκια που μας δημιουργούν κάλους και αρχίζουμε να φοράμε βαρκοειδή παπούτσια που μας ταιριάζουν περισσότερο, και προσέχουμε στο μέλλον πού απλώνουμε την ποδάρα μας ώστε να μην δώσουμε ευκαιρία σε κανέναν να μας τσαλαπατήσει ξανά; Ή δεν κάνουμε τίποτα και περιμένουμε πότε να μας ξανα-τσαλαπατήσουν και να ξανα-αγανακτήσουμε;

Το να ξεσηκωθούμε αγανακτισμένοι γιατί μας πάτησαν τον κάλο είναι φυσικό και αναπόφευκτο. Το να τα βάλουμε όμως με την κοινοβουλευτική δημοκρατία που έχουμε, και να απορρίψουμε τους πάντες, είναι μάλλον κοκορομυαλιά. Γιατί, τι ακριβώς θέλουμε στην θέση της Βουλής? Το Κονκορδάτο του Φράνκο, την Τζαμαχιρία του Καντάφη, την Λαϊκή «Δημοκρατία» των Σοβιέτ, την Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών του Παπαδόπουλου, ή την Χρυσή Αυγή του Μεταξά; Το να μην δεχόμαστε ότι έχουμε μέρος της ευθύνης για το πού φτάσαμε είναι σαν να λέμε ότι δεν φταίμε εμείς που φορούσαμε για χρόνια ακατάλληλα παπούτσια που μας έκαναν κάλους, ούτε ότι απλώναμε την ποδάρα μας πέρα από κει που έπρεπε! Αν ένας από τους Έλληνες μπορεί να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να διαβεβαιώσει με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτός δεν έφταιξε απολύτως σε τίποτα, τότε ή είναι για το βιβλίο του Γκίνες, ως δείγμα βλακώδους τιμιότητας, ή βαυκαλίζεται στην χώρα των κούκων! Γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι, μαζί τα φάγαμε! Υπάρχει κάποιος που μπορεί με κάθε ειλικρίνεια να πει ότι στα τελευταία τριάντα χρόνια, όταν ο έμπορας τον ρώτησε «Με απόδειξη ή χωρίς απόδειξη;» δεν απάντησε «Χωρίς απόδειξη», ή ότι δεν πήρε ποτέ καθαρίστρια χωρίς να της κολλήσει ένσημα και να της πάρει απόδειξη, ή ότι δεν πήρε ποτέ υδραυλικό χωρίς να του ζητήσει απόδειξη, ή ότι δεν ζήτησε ποτέ από φίλο γιατρό του ΙΚΑ να του γράψει φάρμακα για την ανασφάλιστη αδελφή του; Τότε, όποιος μπορούσε να κλέψει 5 δραχμές έκλεβε 5 δραχμές και όποιος μπορούσε να κλέψει 5 εκατομμύρια έκλεβε 5 εκατομμύρια. Τώρα αυτοί που έκλεβαν τα 5 εκατομμύρια ίσως σταμάτησαν να το κάνουν γιατί φοβούνται. Εμείς όμως που κλέβαμε τις 5 δραχμές γιατί εξακολουθούμε να το κάνουμε και να επιτρέπουμε και σε άλλους να το κάνουν; Γιατί ο οδοντογιατρός της μάνας μου αρνήθηκε να της δώσει απόδειξη εχθές, και ο ταξιτζής όταν του ζήτησα απόδειξη μου έδωσε απόδειξη από την μηχανή του, μόνο που αποδείχτηκε ότι είχε τυπωθεί ώρες πριν για κάποιον άλλον πελάτη που δεν την είχε πάρει, και γιατί ο έμπορος που του ζήτησα απόδειξη μου έδωσε για το ένα τρίτο του ποσού που είχα πληρώσει; Το τραγικό λοιπόν είναι ότι ακόμα και τώρα τα τρώμε! Αν είχαμε πάψει να τα τρώμε, δεν θα είχαν αποτύχει τα μέτρα της κυβέρνησης κατά της φοροδιαφυγής, και αν οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μποϋκοτάριζαν την εφαρμογή των μέτρων δεν θα χρειαζόταν δεύτερο μνημόνιο και δεν θα μας πατούσαν τον κάλο ξανά για να φτάσουμε να φωνάζουμε αγανακτισμένοι. Πόσοι από μας πήραν τσίχλα ή εφημερίδα από το περίπτερο σήμερα και ζήτησαν απόδειξη; Αν το κάναμε σκοπό μας να ζητάμε την απόδειξη από τον περιπτερά κάθε φορά που ξοδεύαμε ένα ευρώ, ξέροντας ότι έτσι τα 20 λεπτά θα πάνε στο κράτος, θα εξασφαλίζαμε στο κράτος 2 εκατομμύρια εισόδημα ημερησίως, μια και τα 20 λεπτά, πολλαπλασιαζόμενα επί τα 10 εκατομμύρια των παρομοίων ημερήσιων συναλλαγών, μας κάνουν 2 εκατομμύρια, (περισσότερα από όσα θα γλυτώσει το κράτος με τις συγχωνεύσεις των δημοσίων υπηρεσιών που μόλις εξαγγέλθηκαν). (Τώρα όσοι μου πούνε ότι θέλω το χρέος να το πληρώσουν οι περιπτεράδες, σίγουρα θα ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που όταν τους δείχνεις το φεγγάρι βλέπουν το τεντωμένο δάχτυλο σου!)

Σε ώρες εθνικής ανάγκης έχουμε μόνον μία επιλογή: το βουλώνουμε και συσπειρωνόμαστε πίσω από τον δημοκρατικά εκλεγμένο αρχηγό! Ούτε απεργίες, ούτε καταλήψεις, ούτε προπηλακισμοί ούτε μολότοφ μας σώζουν. Το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν την δημοκρατία, να δείχνουν στους ξένους πόσο διχασμένοι είμαστε και να δημιουργούν τις συνθήκες για το πάτημα και κάποιου άλλου κάλου, πολύ πιο οδυνηρού αυτήν την φορά. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι "Αγανακτισμένοι" είναι ως επί το πλείστον νεαροί που δεν έχουν ζήσει δικτατορία για να μπορούν να εκτιμήσουν τί απορρίπτουν όταν απορρίπτουν και γιουχαϊζουν όλους τους πολιτικούς. Ας μην ξεχνάμε τι έγινε στην έξοδο του Μεσολογγίου: όταν πια η έξοδος είχε αρχίσει, και ενώ έβγαινε ο κόσμος με τον προ-αποφασισμένο τρόπο, κάποιος, που ίσως είχε διαφωνήσει με τους διοικούντες όταν είχε παρθεί η απόφαση, φώναξε «Πίσω στα τείχη!» Τότε τα πλήθη μπερδεύτηκαν άλλοι πήγαν πίσω, άλλοι μπροστά, και επακολούθησε η μεγάλη σφαγή! Η αδυναμία να δεχτούμε να κυβερνηθούμε ήταν ανέκαθεν το σαράκι αυτής της χώρας. Και τις συνέπειες τις εκφράζει θαυμάσια ο Διονύσιος Σολωμός: «Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά!».

Μαρία Πέτρου