Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Περί Χριστού και Αντίχριστου

Πρόσφατα είχα την ατυχία να παρακολουθήσω στην τηλεόραση λίγα λεπτά από το κήρυγμα του κυρίου Άνθιμου, του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Διαμαρτύρονταν λοιπόν ο κύριος Άνθιμος γιατί το κτίριο μιας εκκλησίας χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα για μια αντιρατσιστική εκδήλωση (δεν έπρεπε!) και έλεγε ότι στην Ελλάδα όποιος μιλάει για Ελλάδα, Ελληνική σημαία και Ελληνική γλώσσα, όπως κάνει ο ίδιος, κινδυνεύει να κατηγορηθεί για εθνικιστής και χουντικός. Συγνώμη κύριε Άνθιμε, αλλά διαφωνώ! Κύριε Άνθιμε, οποιοσδήποτε από τους 10.999.999 υπόλοιπους Έλληνες μπορεί να μιλάει για Ελλάδα και Ελληνική σημαία και γλώσσα χωρίς απαραίτητα να είναι χουντικός ή εθνικιστής! Εσείς ειδικώς όμως, δεν θα έπρεπε ποτέ να μιλάτε για Ελλάδα και Ελληνική σημαία! Το αντίθετο, εσείς ως άνθρωπος του Θεού, θα έπρεπε συνεχώς να μας υπενθυμίζετε ότι ο Ιησούς είπε «Αγαπάτε τους εχθρούς σας!», ότι και ο Τούρκος και ο Γιαχοβάς και ο Εβραίος , όταν τους κόψει το μαχαίρι πονούν το ίδιο μ’ εμάς και βγάζουν το ίδιο κόκκινο αίμα μ’ εμάς, ότι κάποιος στην απόγνωση του είτε φωνάξει «Αχ μάνα!» είτε φωνάξει «Αχ άνε», υποφέρει το ίδιο όταν το κάνει, και ότι η μάνα που θα σκύψει πάνω από το νεκρό παλικάρι της σπαράζει το ίδιο είτε είναι Ελληνίδα, Σκοπιανή ή Τουρκάλα! Εσείς, ως άνθρωπος του Θεού κύριε Άνθιμε, θα έπρεπε συνεχώς να μας θυμίζετε ότι η γλώσσα είναι μέσον επικοινωνίας των ανθρώπων και τίποτα άλλο, και δεν υπάρχει κανείς λόγος να είναι κανείς περήφανος γιατί η γλώσσα του είναι τα Ελληνικά, τα Αραβικά ή τα Κινέζικα! Εσείς, ως άνθρωπος του Θεού θα έπρεπε να μας θυμίζετε συνεχώς, ότι η γλώσσα δεν θα έπρεπε να είναι εμπόδιο στην αλληλεγγύη και κατανόηση των ανθρώπων. Για να γεφυρώσουμε μάλιστα αυτά που μας χωρίζουν, θα έπρεπε να υποστηρίζετε έμπρακτα το κύρηγμα της αγάπης, οργανώνοντας στις εκκλησίες και τα κατηχητικά δωρεάν φροντιστήρια που θα δίδασκαν στα Ελληνόφωνα παιδιά την Τουρκική γλώσσα στις περιοχές της Ελλάδας που υπάρχουν πολλοί Τουρκόφωνοι, ώστε τα Ελληνόφωνα και τα Τουρκόφωνα Ελληνόπουλα να μπορούν να μιλάνε μεταξύ τους, και να καταλαβαίνουν και να σέβονται τις παραδόσεις ο ένας του άλλου. Την περίοδο που χωρίζονταν το Πακιστάν από την Ινδία για να αποτελέσουν δύο κράτη, ένα για τους Μουσουλμάνους και ένα για τους Ινδοϊστές ομοεθνείς τους, κάποιος Ινδοϊστής που είχε σκοτώσει έναν μουσουλμάνο, πήγε στον Γκάντι μετανοιωμένος και τον ρώτησε τι να κάνει για να εξιλεωθεί. Ο Γκάντι του είπε: «Θα βρείς ένα παιδάκι ορφανό, από μουσουλμανική οικογένεια, θα το υιοθετήσεις και θα το μεγαλώσεις σαν παιδί σου, μόνο που θα το μεγαλώσεις στην μουσουλμανική πίστη!» Σύμφωνα με το λεξιλόγιο σας κύριε Άνθιμε, ο Γκάντι ήταν ειδωλολάτρης, έχοντας μεγαλώσει με μια θρησκεία που έχει μια θεά με μορφή ελέφαντα και μια θεά με 100 χέρια που τρώει ανθρώπους όταν θυμώνει. Αν ο Γκάντι κύριε Άνθιμε, μπορούσε να κηρύττει το μήνυμα της αγάπης, της συμφιλίωσης των θρησκειών και της συναδέλφωσης των λαών σε ένα κλίμα διχόνοιας και αλληλοσπαραγμού όπως ήταν η Ινδία της εποχής του, εσείς που έχετε μεγαλώσει με την θρησκεία της αγάπης και διαβάζετε το Ευαγγέλιο κάθε μέρα, γιατί δεν βρίσκετε την ψυχική δύναμη να πιστέψτε σε έναν Θεό που αγαπάει τους Μουσουλμάνους, τους Γιαχωβάδες, τους Τούρκους, τους Αλβανούς και τους Σκοπιανούς το ίδιο, σε έναν Θεό που μας θέλει όλους αδερφωμένους, σε έναν Θεό πατέρα που αγαπάει το ίδιο όλα του τα παιδιά, που δεν αναγνωρίζει σύνορα και τίτλους ιδιοκτησίας και που σίγουρα δεν κάθεται στον θρόνο του κουνώντας μια χάρτινη Ελληνική σημαιούλα όπως κάνουν τα παιδάκια στις παρελάσεις; Γιατί δεν αφήνετε σ’ εμάς τους λαϊκούς να μιλούμε για σημαίες, τοπωνυμίες και σύνορα, για κόμματα και κυβερνήσεις; Μήπως φαντάζεστε ότι ο Θεός σας έστειλε στη γη για να ασχολείστε με το αν η Πυλαία θα ανήκει στον Δήμο Χορτιάτη ή όχι, και για το ποιος θα βγει δήμαρχος στην Θεσσαλονίκη; Ο Χριστός ζούσε σε μια κατακτημένη χώρα, και παρ’ όλα αυτά δεν έπεσε στην παγίδα του σατανά να τα βάλει με τους Ρωμαίους και να ασχοληθεί με την πολιτική, αλλά πολύ σοφά είπε: «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»!

Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Περί σκοινιού και σαπουνιού

Κάποιος είπε ότι ο γάμος είναι σαν ένα πολιορκημένο φρούριο: όσοι είναι μέσα θέλουν να βγουν έξω και όσοι είναι απέξω θέλουν να μπουν μέσα! Κάπως έτσι είναι και το Δημόσιο στην Ελλάδα: όσοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι μάλλον ντρέπονται να το πούνε, μια και η Ελληνική κοινωνία τους έχει κολλήσει την ρετσινιά, δικαίως ή αδίκως, του τεμπέλη και χαραμοφάη. Από την άλλη μεριά έχω ακούσει εκατοντάδες φορές την φράση: «Αυτός παιδί μου δεν είναι για πολλά. Να χωθεί εκεί πουθενά στο δημόσιο να τρώει ένα κομμάτι ψωμί.» Και καλά να το λένε αυτό οι μαμάδες όσων έχουν αρνητικό IQ, οι μορφωμένοι και πτυχιούχοι νομίζετε ότι πάνε πίσω; Έχουμε και σύλλογο «αδιόριστων καθηγητών». Δηλαδή πώς γίνεται αυτό; Αφού δεν έχουν διοριστεί πως είναι καθηγητές; Όχι ότι αποκαλούν τους εαυτούς τους καθηγητές επειδή δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, μια και οι περισσότεροι, αν δουλεύουν στον ιδιωτικό τομέα, θεωρούν τον εαυτό τους άνεργο. Είναι «καθηγητές» επειδή επιθυμούν να διοριστούν στο δημόσιο να διδάξουν, και δεν διορίστηκαν ακόμα. Έτσι κάνουν την επιθυμία τους τίτλο και περιμένουν να μπουν στο κάστρο πολιορκώντας το όσο πιο ασφυκτικά μπορούν. Και επειδή με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις, ο φαύλος κύκλος του παραλόγου συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Τώρα το θέμα είναι πώς βγαίνει κανείς από τον φαύλο κύκλο. Το σκέφτηκα αυτό δια μακρόν και κατέληξα στην μαγική φόρμουλα! Αν μπορούσα να το κάνω, θα έβαζα μια καθαρίστρια πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης (ιδιωτικού δικαίου και με δυνατότητα να απολυθεί αν δεν κάνει καλά την δουλειά της) στις τουαλέτες του κάθε νηπιαγωγείου της χώρας, ώστε οι τουαλέτες να είναι απαστράπτουσες, να έχουν χαρτί υγείας, ζεστό νερό και σαπούνι, έτσι ώστε να μεγαλώσουν νέες γενιές ανθρώπων με αξιοπρέπεια και σεβασμό προς τον εαυτό τους. Γιατί ο αυτοσεβασμός δεν έρχεται τζάμπα: ο αυτοσεβασμός καλλιεργείται από βρεφικής ηλικίας από τον σεβασμό που δείχνει η κοινωνία στο άτομο. Γιατί μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό τολμάει να σε πει όταν ρωτήσεις την τιμή ενός προϊόντος: «Με απόδειξη ή χωρίς απόδειξη;» (δηλαδή, «Να συνωμοτήσουμε να κλέψουμε το κράτος ή όχι;»), όπως έκαναν και κάνουν πολλοί καταστηματάρχες. Μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό τολμάει να απαιτήσει από καρκινοπαθή συνταξιούχο του ΙΚΑ φακελάκι, ίσο με τρεις συντάξεις του ΙΚΑ, με την δικαιολογία ότι έκανε καλή δουλειά και πρόσεξε να μην της κόψει τις φωνητικές χορδές της (δηλαδή αν δεν περίμενε φακελάκι, η γυναίκα θα ήταν τώρα βουβή!), όπως έκανε ο κύριος Αβακούμ στην μητέρα μου. Μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό τολμάει να ανάψει τσιγάρο κάτω από την ταμπέλα «Απαγορεύεται το κάπνισμα». Μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό σκαλίζει την μύτη του μπροστά στα παιδιά όπως έκανε ένας δάσκαλος μου στο Δημοτικό. Μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό θάβει το χεσμένο πάμπερ του μωρού της στην άμμο της παραλίας, για να το βρει ίσως κάποιο άλλο παιδάκι που θα έρθει με το κουβαδάκι του να παίξει, γιατί βαριέται να κάνει δέκα βήματα να το βάλει στον κάδο. Μόνον ένας άνθρωπος χωρίς αυτοσεβασμό θα ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του και θα πετάξει στην άκρη του δρόμου την σακούλα με τα σκουπίδια από το εξοχικό του, γιατί δεν θέλει να την πάρει σπίτι του να την βάλει στον σκουπιδοτενεκέ του. Μόνον ένας άνθρωπος χωρία αυτοσεβασμό θα πει στον υποψήφιο νοικάρη «Το νοίκιο είναι 1000 ευρώ, αλλά θα σου δίνω αποδείξεις για 500» όπως είπε κάποιος νοικοκύρης στους εκπροσώπους του ΔΝΤ πρόσφατα στην Αθήνα όταν έψαχναν για διαμέρισμα.

Βρέθηκα πρόσφατα στο κτίριο της Ιατρικής σχολής ενός Ελληνικού Πανεπιστημίου και έφριξα: η πόρτα της τουαλέτας κρέμονταν από έναν ρεζέ, η λεκάνη ήταν χωρίς καπάκια και πασαλειμμένη σκατό, δεν υπήρχε ούτε σταγόνα νερό, και φυσικά το να περιμένεις χαρτί υγείας και σαπούνι θα ήταν εξωγήινο. Στην ίδια κατάσταση ήταν οι τουαλέτες του Δημοτικού σχολείου που πήγαινα: οι στοίβες τα σκατά σέρνονταν από πίσω όταν άνοιγες την πόρτα και η βρώμα σε προειδοποιούσε για το τι σε περίμενε από μεγάλη απόσταση-γ’ αυτό άλλωστε οι τουαλέτες ήταν μακριά από το σχολικό κτίριο. Γενιές από Ελληνόπουλα μεγάλωσαν θεωρώντας ότι είναι τελείως φυσικό οι τουαλέτες κοινής χρήσης να είναι στην κατάσταση αυτή. Έτσι, κάθε φορά που είχα επισκέπτες από την Ελλάδα στην Αγγλία, είχα δυσκολία να τους πείσω να χρησιμοποιήσουν την δημόσια τουαλέτα σε κάποιο κουτσοχώρι που πηγαίναμε για περίπατο. Και όταν τελικά τους έπειθα, έμειναν έκπληκτοι που η τουαλέτα ήταν καθαρή, είχε χαρτί υγείας, ζεστό νερό και σαπούνι. Όταν ήμασταν στο Δημοτικό, μας έλεγαν ότι ο πολιτισμός ενός λαού κρίνεται από την ποσότητα σαπουνιού που καταναλώνει. Εγώ θα έλεγα ότι ο πολιτισμός ενός λαού κρίνεται από την κατάσταση που βρίσκονται οι δημόσιες τουαλέτες. Εκεί είναι που φαίνεται αν ο πολίτης έχει αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και σεβασμό προς τους συνανθρώπους του. Στο κάτω κάτω, το σαπούνι έχει πολλές χρήσεις. Παράδειγμα, αν μετά από όλα αυτά αποφασίσουμε να το φουντάρουμε ομαδικά, θα χρειαστούμε πολύ σκοινί και πολύ μα πάρα πολύ σαπούνι!

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Περί του χορού του Ζαλόγγου

Υπάρχει μια σκηνή στο έργο «Η κυρά μας η μαμή», όπου ο Πρόεδρος του χωριού είναι άρρωστος. Είναι άρρωστος και δεν ξέρει τι του φταίει. Μια ζητάει ένα έξτρα μαξιλάρι γιατί είναι μέσα στην γούβα, μια δεν θέλει το έξτρα μαξιλάρι γιατί τον έστησαν σαν τον Αθανάσιο Διάκο, μια θέλει νερό, μια δεν θέλει, και πάει λέγοντας. Πολύ χαρακτηριστικό όταν είναι κανείς άρρωστος: δεν ξέρει τι τον φταίει, και τα βάζει με όλους, ακόμα και με την ταλαίπωρη την γυναίκα του που σκίζεται να τον εξυπηρετήσει. Το μόνο του πρόβλημα βέβαια ήταν ότι το προηγούμενο βράδυ είχε φάει μέχρι σκασμού και υπέφερε από βαρυστομαχιά. Μου φαίνεται ότι κάπως έτσι είναι και η Ελληνική κοινωνία τώρα: έφαγε, έφαγε, έφαγε μέχρι σκασμού στην περίοδο των παχέων αγελάδων και τώρα έχει βαρυστομαχιά και δεν ξέρει τι της φταίει. Και οι αγελάδες ήταν τετράπαχες, πω πω πόσο παχές ήτανε! Όχι βέβαια από το χορταράκι που παρήγαγε η Ελληνική γη, μια και η Ελληνική γη δεν παράγει και πολύ χόρτο-πιο πολύ γαϊδουράγκαθα! Αλλά πάχυναν από χορταράκι που ήταν φκιαγμένο από αέρα κοπανιστό! Και ξέρετε πόσο δύσπεπτο είναι το χορταράκι που είναι φκιαγμένο από αέρα κοπανιστό; Πα πα πα ! Μη σου τύχει! Έτσι λοιπόν ο ασθενής τώρα υποφέρει και δεν ξέρει τι του φταίει. Φωνάζει για το ένα, φωνάζει για το άλλο και για τα μόνα που δεν φωνάζει είναι τα πράγματα που μπορούν πράγματι να διορθωθούν, μια και το να διορθωθούν δεν κοστίζει τίποτα. Γιατί είναι πολλά στραβά που πέφτουν στην κατηγορία αυτή και που περιγράφονται από την φράση του Κηλαϊδόνη «Το πρόβλημα που λέτε δεν είναι το να μπεις. Είναι που σου την έχουνε στημένη όταν βγείς!» Έτσι, αν δεν είσαι Αθηναίος και μπεις στο μετρό της Αθήνας για να πας στο αεροδρόμιο, η υπάλληλος που σου πουλάει το εισιτήριο μπορεί να σου εξηγήσει για την ώρα αναχώρησης, το αριθμό της αποβάθρας κλπ, αλλά το πιο σημαντικό, ότι δηλαδή πρέπει να ακυρώσεις το εισιτήριο που μόλις σου πούλησε (γιατί άραγε δεν το ακυρώνει η ίδια κατ’ ευθείαν;) δεν θα σου το πει! Ούτε η είσοδος σου στο τρένο θα εμποδιστεί αν δεν έχεις ακυρώσει το εισιτήριο, όπως γίνεται σε άλλες χώρες. Ούτε ακυρωτική μηχανή υπάρχει μέσα στο τρένο! Πως αλλιώς θα σου βάλουν το πρόστιμο των 36 ευρώ, του εξαπλασίου δηλαδή της αξίας του εισιτηρίου, όταν σε βρουν να ταξιδεύεις με μη ακυρωμένο εισιτήριο; Ή που στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης υπάρχει πάρκινγκ μακράς διαρκείας όπου το να αφήσεις το αυτοκίνητο σου για μία μέρα κοστίζει το μισό από το να το αφήσεις λίγα μέτρα πιο εκεί στο πάρκινγκ μικρής διάρκειας, μόνο που δεν υπάρχει πινακίδα που να σου το λέει! Ή που στο μετρό της Αθήνας τις πρωινές ώρες τα τρένα πάνε μόνον μέχρι Πλακεντίας, ενώ στην αποβάθρα γράφει ότι πάνε στο αεροδρόμιο, και εσύ περιμένεις και περιμένεις αλλά το πολυπόθητο τρένο δεν έρχεται και δεν υπάρχει ούτε γραπτή ούτε προφορική ανακοίνωση και ούτε υπάλληλος να ρωτήσεις. Και έτσι, όταν δεις ότι σου την έστησαν μιά, σου την έστησαν δυό, σου την έστησαν τρείς, στο τέλος δεν ξέρεις τι σου φταίει, και σου φταίνε όλα. Και βγαίνει ς από την φάκα και οδηγείς σαν τρελός, βγάζοντας τα απωθημένα σου παραβιάζοντας το κώδικα οδικής κυκλοφορίας, την σειρά στην ουρά, τους κανόνες ευπρέπειας και ευγένειας, τον αντικαπνιστικό νόμο, και γενικά ό,τι βρεθεί μπροστά σου.
Και, έχοντας φάει στην μάπα το άδικο ταξίδι στην εφορία μια και Παρασκευή το Μητρώο είναι κλειστό, αλλά εσύ δεν είσαι σε θέση να το ξέρεις από πριν και το μαθαίνεις μόνον όταν φτάσεις μπροστά στον γκισέ όπου έχουν βάλει την ταμπελίτσα, και όταν πας στον ΟΑΕΔ και σε ξαποστείλουν λέγοντας ότι η αίτηση γίνεται μόνον ηλεκτρονικά και εσύ βρείς κομπιούτερ και την κάνεις, μόνο όμως που πρέπει μετά να την τυπώσεις και να τους την πας (!), έ τότε πια το ρίχνεις στο πατριωτικό: «Του Έλληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει! Εγώ ελεύθερος γεννήθηκα και ελεύθερος θα πεθάνω! Θα μου πεις εσύ ρε μαλάκα πού μπορώ και πού δεν μπορώ να καπνίσω;» Έτσι, ο Έλληνας, που γεννήθηκε με ένα αναμμένο τσιγάρο στο χέρι, όπως ο baby-toon στην ταινία «Who framed Roger Rabbit?», πεθαίνει και με το τσιγάρο στο χέρι, κάνοντας τα πνευμόνια του, και αυτά των γύρω του, σαν τον σωλήνα του νιπτήρα μας όταν βουλώσει: γεμάτα από μία γκριζομαύρη γλίτζα, πού όταν τα ζουλήξουν κατά την νεκροψία βγαίνει σαν οδοντόπαστα! Τουλάχιστον έτσι φαινόταν στο Αυστραλέζικο ντοκιμαντέρ που προβάλλονταν στην τηλεόραση όταν η Αυστραλιανή κυβέρνηση έκανε εκστρατεία κατά του καπνίσματος για να πείσει τους πολίτες της να δεχτούν τον αντικαπνιστικό νόμο. Μόνο που εδώ δεν έγινε ποτέ μια τέτοια εκστρατεία. Για χρόνια το λόμπι των καπνοπαραγωγών την έβγαζε διάνα και η κυβέρνηση έκανε την πάπια επί του θέματος. Τώρα ξαφνικά καλούνται οι απληροφόρητοι Έλληνες πολίτες να βγάλουν την γλίτζα από τα πνευμόνια τους. Έλα όμως που του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει! Και έτσι μια και ο Έλληνας δεν ξέρει τι του φταίει, το ρίχνει στον χορό του Ζαλόγγου!

Μαρια Πέτρου

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Περί αυγών και πουλιών

Υπάρχει μια ζωγραφιά του Μαγκρίτ όπου ένα ζωγράφος βλέπει ένα αυγό και ζωγραφίζει ένα πουλί. Ο τίτλος είναι «Ο οραματιστής». Όταν ήρθα στην Ελλάδα πριν περίπου ένα χρόνο, όλα τα στραβά που έβλεπα τα δεχόμουν προσπαθώντας να δω την φαιδρή πλευρά τους. Είναι και αυτός ένας τρόπος επιβίωσης. Έναν χρόνο μετά, χιούμορ τέλος! Καθώς άρχισα να γνωρίζω τα εδώ πράγματα καλύτερα, σιγά σιγά μου έγινε αδύνατο να βλέπω την αστεία πλευρά της κάθε κατάστασης. Το ότι οι υπάλληλοι της Εθνικής επιτρέπονταν να καπνίζουν αλλά οι πελάτες όχι, δεν μου φαίνεται πια αστείο αλλά τραγικό. Το ότι ο τσαμπουκάς υπερτερεί του κώδικα οδικής κυκλοφορίας δεν μου φαίνεται φαιδρό αλλά καταθλιπτικό. Τώρα ο μόνος τρόπος επιβίωσης είναι να γίνει κανείς οραματιστής και να βλέπει το πουλί όταν του παρουσιάζουν το αυγό.
Έτσι, όταν ο υπουργός υγείας κύριος Λοβέρδος μας βεβαίωσε τις προάλλες στην τηλεόραση ότι ο αντικαπνιστικός νόμος έχει επιτυχία και έφερε σαν παράδειγμα ότι κανείς πια δεν καπνίζει μέσα σε θαλάμους ασθενών στα νοσοκομεία και οι δύο δημοσιογράφοι γέλασαν (προφανώς αυτοί μπορούν ακόμα να βλέπουν την φαιδρή πλευρά των καταστάσεων), εγώ ένοιωσα κάποια ανακούφιση: να ένα αυγό που θα γίνει πουλί! Όταν ξυπνάμε κάθε πρωί και αναρωτιόμαστε ποιοι θα απεργήσουν σήμερα και θα μας ταλαιπωρήσουν, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στην λίστα αυτών που απέργησαν ήδη, και έχουν ήδη βγάλει τα απωθημένα τους: έτσι ούτε οι αγρότες ούτε οι φορτηγατζήδες θα μας μπλοκάρουν τον δρόμο πια. Πάει αυτοί, τελειώσαμε μαζί του, τα έβγαλαν τα απωθημένα τους. Μπορεί βέβαια να είναι οι κάτοικοι της Πυλαίας, υποκινούμενοι από το Δεσπότη που ξέχασε το «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», και να καταλάβουν αυτοί το οδόστρωμα της περιφερειακής γιατί κάτι δεν τους αρέσει στον καινούριο νόμο περί τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά δέστε το από την καλή πλευρά: δεν θα το κάνουν για πολύ. Πού θα πάει, κάποιο σήριαλ θα αρχίσει στην τηλεόραση και δεν θα θέλουν να χάσουν την συνέχεια, οπότε θα φύγουν. (Ευτυχώς που υπάρχουν και τα Βραζιλιάνικα!) Κάποτε ο Ραββίνος Λίονελ Μπλού, που συχνά έδινε την «Σκέψη της ημέρας» στο BBC, είχε πει: «Ευτυχώς οι ανησυχίες μου μερικές φορές απαλείφουν η μία την άλλη: αν ανησυχώ για την καρδιά μου δεν χρειάζεται να ανησυχώ για την σύνταξη μου!» Ευτυχώς και εδώ οι κακοτυχίες απαλείφουν η μια την άλλη: αν δεν μας αρέσουν οι τόσες σαπουνόπερες στην τηλεόραση, τα τόσα ωροσκόπια και τα τόσα ματς, τουλάχιστο δίνουν το κίνητρο σε κάποιους, που κάθε λίγο και λιγάκι μας ταλαιπωρούν κλείνοντας κάποιον δρόμο, να παν στα σπιτάκια τους για να δουν το αγαπημένο τους πρόγραμμα!
Και εγώ, βλέποντας την λίστα αυτών που ήδη τελείωσαν την διαμαρτυρία τους και το γεγονός ότι ο αντικαπνιστικός νόμος είχε ήδη επιτυχία στην εφαρμογή του στα νοσοκομεία, μπορώ να οραματίζομαι μια Ελλάδα όπου κανείς δεν καπνίζει σε δημόσιο χώρο, ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας εφαρμόζεται, οι δημόσιοι υπάλληλοι τσακίζονται να με εξυπηρετήσουν, οι δρόμοι και οι παραλίες δεν διακοσμούνται από σκουπίδια, τα φαρμακευτικά υλικά δεν κλέβονται από τα νοσοκομεία, οι γιατροί δεν απαιτούν φακελάκι και η ζωή είναι εύκολη, ωραία και χωρίς άγχος!
Μαρία Πέτρου

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Περί καθέτων προκλήσεων και δου και γου

Όταν πήγα για πρώτη φορά στην Αγγλία την δεκαετία του 70, το γραφείο του ΕΟΤ στο Λονδίνο ήταν στην Regent Street και είχε στην βιτρίνα του τον χάρτη της «Ελλάδας», μόνο που δεν ήταν ο χάρτης της Ελλάδας γιατί έδειχνε την χώρα μόνον από την Θεσσαλία κα κάτω. Από πάνω βέβαια έγραφε “Greece”. Τότε λοιπόν έτυχε να αναφέρω σε κάποιους Έλληνες φοιτητές που έκανα μάθημα ότι οι Βορειοελλαδίτες αισθάνονται τελείως παραμελημένοι. Παράδειγμα, ούτε στον χάρτη της Ελλάδας που είναι για να προσελκύει τουρίστες δεν μας περιλαμβάνουν, θαρρείς κα την Βόρειο Ελλάδα την έχουν για πέταμα! Τα λόγια μου δεν πήγαν χαμένα. Μετά από μερικές εβδομάδες, ο Κωνσταντίνος, ένας από τους φοιτητές μου, μου είπε: «Περάστε ξανά από την Regent Street. Θα δείτε ότι ο χάρτης έχει διορθωθεί!». Έτυχε ο πατέρας του παιδιού να γνωρίζει τον διευθυντή του ΕΟΤ Λονδίνου, και τα λόγια μου είχαν φτάσει στα κατάλληλα αυτιά! Πράγματι, ο χάρτης είχε διορθωθεί και παρέμεινε διορθωμένος όσα χρόνια ο ΕΟΤ ήταν στην Regent Street και είχα την ευκαιρία να τον βλέπω.
Τώρα, μετά από πάνω από τριάντα χρόνια, πολλά έχουν αλλάξει στην Ελλάδα προς την σωστή κατεύθυνση, και πολλά όπως παραμένουν. Ακόμα οι ειδήσεις στην τηλεόραση είναι σαν να απευθύνονται στους Αθηναίους μόνον, και έτσι Χριστούγεννα κα Πάσχα ακούμε για το πόσο έκανε η γαλοπούλα ή το αρνάκι στην Βαρβάκειο και αν είχε επάρκεια η αγορά (της Αθήνας)-το τελευταίο δε το μαθαίνουμε από ανυποψίαστους περαστικούς που τους σταματούν στον δρόμο, τους χώνουν ένα ματσούκι στην μούρη και τους κάνουν την φοβερή ερώτηση!
Ακόμα μας λένε ποιοί δρόμοι της Αθήνας έχουν κυκλοφοριακή συμφόρηση λόγω έργων και πόσοι Αθηναίοι πήγαν σήμερα εκδρομή, θαρρείς και κάποιος που μένει στον Έβρο ή στην Πελοπόννησο είχε μεγάλη αγωνία να ξέρει. Θα μου πείς βέβαια ότι αυτό γίνεται γιατί η Αθήνα έχει 5.000.000 ανθρώπους. Και εγώ θα σου απαντήσω ότι η υπόλοιπη Ελλάδα έχει 6.000.000! Ακόμα στην Ελλάδα θεωρείται κωμωδία το να βγει κάποιος στην τηλεόραση και να κάνει τον κουφό ή να μιλάει με επαρχιακή προφορά. Έτσι το «ναι για» είναι άξιον ειρωνείας ενώ το «ναι αμέ» είναι δεκτό. Το «θα σε κάνω κεφτέδες» είναι αστείο ενώ το «θα σου κάνω χαλβά» είναι σοβαρό! Ακόμα στην Ελλάδα η έννοια της ανεξιθρησκίας είναι παρεξηγημένη. Έτσι, ενώ στην Αγγλία αν ένας δάσκαλος κρεμούσε στον τοίχο μιας τάξης, όπου διδάσκονται μουσουλμανάκια, χριστιανικά σύμβολα, θα απολύονταν αμέσως, στην Ελλάδα μπορεί να το κάνει ανενόχλητα και ίσως και να επικροτηθεί. Και ενώ στην Αγγλία αν κάποιος τολμούσε να ξεχωρίσει το παιδί για την καταγωγή ή την θρησκεία του, θα έχανε την δουλειά του ως ρατσιστής, στην Ελλάδα ορισμένοι έχουν το θράσος να βγαίνουν και στην τηλεόραση ακόμα και να μιλάνε για «Αλβανάκια» που βγήκαν πρώτοι μαθητές και δεν μπορούν να τιμηθούν γι’ αυτό κρατώντας την σημαία του σχολείου! Ακόμα στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αναίσχυντα και ατιμώρητα βλέπουν τον Αλβανό, τον Ρωσοπόντιο, τον μουσουλμάνο, τον τσιγγάνο, τον Γιεχωβά, πριν δουν τον άνθρωπο, το παιδί, τον μαθητή!
Βέβαια, υπάρχει και το άλλο εξτρίμ. Στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες ορισμένα πράγματα έχουν φτάσει στα άκρα. Έτσι το να πεις ότι κάποιος είναι κοντός μπορεί να θεωρηθεί υβριστικό, και γι’ αυτό πρέπει να λες ότι είναι άτομο με «κάθετη πρόκληση» (vertically challenged)! Το να φοράει σταυρό η αεροσυνοδός δεν είναι δεκτό μια και οι μουσουλμάνες συνάδελφοι της δεν επιτρέπεται να φορούν την μαντίλα, που είναι το δικό τους θρησκευτικό σύμβολο. Αλλά ας μην πάμε μακριά. Είπα ότι στην Ελλάδα πολλά έχουν αλλάξει και πολλά όχι. Το κακό είναι ότι κάποια από αυτά που άλλαξαν έφτασαν και στο εξτρίμ. Έτσι έχουμε πολιτικούς που θέλοντας να ταυτιστούν με τον αγράμματο Ελληνικό λαό μας ξεφουρνίζουν όρους όπως η Γουγουέτ, το Δουνουτού και το Κουκουού. Και ενώ ο Αμερικανός, ο Γιαπονέζος και ο Κινέζος θα εξακολουθούν να λένε «γάμμα» και «δέλτα» και «κάπα», ο Έλληνας μορφωμένος που θέλει να δείξει ότι είναι παιδί του λαού και δεν τον περιφρονεί, θα λέει «γου» και «δου» και «κου»! Μπορεί έτσι να φτάσει και στο «γουμουτου-σόισου»! Φυσικά εννοώ ότι θα το λέει αυτό όταν αναφέρεται στο «Γραφείο Μεταφορών και Ταξιδίων για όλη σου την οικογένεια». Δεν φαντάζομαι να νομίζατε ότι εννοούσα τίποτα άλλο!

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Περί Αργεντινής

Πρόσφατα βρέθηκα στο Μπουένος Άϊρες της Αργεντινής. Μια πόλη με φαρδείς δρόμους και πλατείες, πάρκα και κλασσικά κτίρια μιας αρχοντικής εποχής. Τι το σπέσιαλ είναι αυτό; Το σπέσιαλ είναι ότι η Αργεντινή κήρυξε πτώχευση πριν περίπου δέκα χρόνια. Πτώχευση θα πει: δέσμευση ιδιωτικών καταθέσεων, περικοπή δημοσίων δαπανών, περικοπή ιδιωτικών δαπανών. Περικοπή δημοσίων δαπανών θα πει μη συντήρηση των δρόμων, των πεζοδρομίων, των πάρκων, των δημοσίων κτιρίων. Περικοπή ιδιωτικών δαπανών θα πει κτίρια άβαφα, ασυντήρητα, με μαυρισμένους τοίχους από την υγρασία και χαλασμένα στόρια. Πτώχευση θα πει άνθρωποι να βγαίνουν μόλις βραδιάσει και να αρχίζουν συστηματικά να καταξεσκίζουν τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών που είχαν βγάλει οι κάτοικοι στα πεζοδρόμια, για να βρουν κάτι χρήσιμο που μπορεί να βρίσκεται εκεί μέσα και που μπορούν να το εμπορευτούν, μετακινούμενοι από σκουπιδοσακούλα σε σκουπιδοσακούλα, συστηματικά και με την διάθεση αρπακτικού, σκορπίζοντας ό,τι δεν τους ενδιαφέρει στο οδόστρωμα. Πτώχευση θα πει άνθρωποι άστεγοι να κοιμούνται στις εσοχές των εισόδων των κτιρίων. Και αυτά είναι μόνον αυτά που είδα σαν ένας περαστικός τουρίστας που έμεινε για λίγο στο κέντρο της πόλης. Και ξαφνικά μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου: αν η Ελλάδα κήρυττε πτώχευση θα γινόταν έτσι σε δέκα χρόνια; Και άρχισαν να περνούν εικόνες από το μυαλό μου μεταφέροντας αυτά που έβλεπα εκεί στους αντίστοιχους δρόμους και κτίρια της Αθήνας. Φανταστείτε τον δρόμο δίπλα στο κτίριο της Βουλής που πάει προς το Κολωνάκι, την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, με το πεζοδρόμιο με σπασμένα πλακάκια και λάσπες. Φανταστείτε τις πολυκατοικίες που βλέπουν στην πλατεία Συντάγματος με χαλασμένα στόρια. Φανταστείτε την Εθνική πινακοθήκη με τα περβάζια των παραθύρων της «στολισμένα» με παλιοστρώματα που τα βάζουν εκεί οι άστεγοι κατά την διάρκεια της ημέρας για να τα κατεβάσουν το βράδυ και να κοιμηθούν κάτω από τα στέγαστρα των εισόδων.
Και τα είδα όλα αυτά και τρόμαξα. Ένοιωσα την άμεση ανάγκη να γυρίσω στην Ελλάδα και να πιάσω τον κάθε Έλληνα χωριστά να τον ταρακουνήσω να ξυπνήσει. Γιατί επαναπαυόμαστε είτε με τις εγκληματικές δηλώσεις ορισμένων πολιτικών ότι «δεν πειράζει να πτωχεύσει η Ελλάδα γιατί τότε θα τα πληρώσουν οι τράπεζες» (!) είτε με το γεγονός ότι κάθε λίγο ακούμε στην τηλεόραση ότι η ΣΔΟΕ έπιασε άλλον έναν με γιοτ και πισίνες που δεν τα δήλωνε, και νομίζουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάναμε, γιατί εμείς δεν είμαστε φαταούληδες μεγαλοκαρχαρίες με γιοτ και πισίνες! Έτσι, ο Tάκης ο κομμωτής εξακολουθεί να μην κόβει απόδειξη για τα δέκα ευρώ που παίρνει για κάθε κούρεμα, με την δικαιολογία πότε ότι χάλασε το μηχανάκι του, πότε ότι του τέλειωσε η κορδέλα και άλλες τέτοιες κουτοπονηριές, γιατί έχει την συνείδηση του ήσυχη μια και αυτός είναι ένας μικροεπιχειρηματίας στο χωριό. Ο δε κυρ Γιώργος που έβαψε το σπίτι του για 1000 ευρώ δεν ζήτησε απόδειξη από «τον μεροκαματιάρη τον άνθρωπο» και η κυρία Ελένη όταν την ρώτησα αν πήρε απόδειξη από τον υδραυλικό μου απάντησε «Από τον φουκαρά τον άνθρωπο θα πάρω απόδειξη; Αυτός ούτε που έχει δηλωμένο το επάγγελμα του!». Εκείνο που ξεχνάμε όμως είναι ότι από ένα ευρώ να κλέβουμε το κράτος ο καθένας από εμάς κάθε μέρα, τα 10 εκατομμύρια των «φουκαράδων» που είμαστε μας κάνουν 10 εκατομμύρια κλέψιμο την ημέρα! Σκεφτείτε πόσα νοσοκομεία, σχολεία και δρόμοι είναι αυτά τα λεφτά! Και τα μεν εκατομμύρια που κλέβει ο μεγαλοκαρχαρίας, το κράτος έχει μια ελπίδα να τα πάρει πίσω, μια και η ΣΔΟΕ κάπως μπορεί να στριμώξει τον μεγαλοαπατεώνα, τα εκατομμύρια όμως που κλέβουν τα 10 εκατομύρια κοινοί θνητοί, όπως εσύ και εγώ, που κλέβουμε το ένα ευρώ εδώ και το άλλο ευρώ εκεί, το κράτος δεν έχει καμία ελπίδα να τα πάρει.
Έτσι, επαναπαυμένοι με τις πρόσφατες επιτυχίες της ΣΔΟΕ υπνοβατούμε προς την καταστροφή και βγάζουμε την ουρά μας απ’ έξω, πιστεύοντας ότι είναι «άλλοι αυτοί που κλέβουν και κλέβουν» ενώ εμείς, εμείς είμαστε οι μαρίδες που δεν κάνουν μεγάλη διαφορά!
Και ξεχνάμε ότι δέκα εκατομμύρια μαρίδες ζυγίζουν πολύ παραπάνω από έναν μεγαλοκαρχαρία!

Μαρία Πέτρου

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Περί της χώρας των Φίτζι

Όταν ήμουν μικρή είχαμε πάρει κάποτε στο σπίτι μας στο χωριό έναν μάστορα να μας κάνει κάποια μερεμέτια. Ο άνθρωπος θεώρησε σκόπιμο να μας δώσει τα διαπιστευτήρια του και να μας βεβαιώσει ότι ήξερε την δουλειά του: «Να, προυχθές έβαλα ιδώ στου μπάρμπα Νκόλα έναν καινούριο απόπατο, από αυτούς σαν γλάστρα. Εσκαψα, έσκαψα καλά του πάτουμα και τουν έχωσα μέσα, στου τσιμέντου να περσεύει ίσα ίσα μια πθαμή απ’ του πάτουμα!» Την ιστορία αυτή την ξαναθυμήθηκα πολλά χρόνια μετά, όταν πήγα σε ένα χωριό στο κέντρο της νήσου Φίτζι, στον Ειρηνικό. Στο χωριό έφτανε κανείς με κανό, ακολουθώντας το ποτάμι. Τα σπίτια ήταν ξύλινες καλύβες, με λαμαρίνες αντί για τζάμια, καρφωμένες πάνω σε ξύλινα πλαίσια, με ρεζέδες από το πάνω μέρος, όπως η πορτούλα που έχουν κάποια σπίτια για να μπαινοβγαίνει η γάτα του σπιτιού. Οι άνθρωποι την ημέρα άνοιγαν τα πλαίσια και τα σκάλωναν από πάνω για να μπαίνει φως στο σπίτι και το βράδυ τα έκλειναν για ασφάλεια. Εκεί λοιπόν, στην μέση του χωριού, ο ξεναγός μας έδειξε στημένη μια λεκάνη τουαλέτας, με ένα πλαίσιο καμπίνας. Μας εξήγησε ότι ένας Αμερικανός τουρίστας που είχε επισκεφτεί το χωριό, θέλησε να το βοηθήσει να εκσυγχρονιστεί τουλάχιστο σχετικά με την υγιεινή. Έτσι τους έκανε δώρο λεκάνες τουαλέτας. Όταν λοιπόν πήγαν να εγκαταστήσουν την πρώτη, ξαφνικά ανακάλυψαν ότι χρειαζόταν σωλήνες αποχέτευσης και παροχής νερού, που φυσικά το χωριό δεν διέθετε! Έτσι σταμάτησαν οι εργασίες και η πρώτη λεκάνη έμεινε εκεί, μέσα στο πλαίσιο της καμπίνας που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν, μνημείο μεν της καλής θέλησης του πολιτισμένου κόσμου να εκπολιτίσει τον απολίτιστο κόσμο, μνημείο δε της ακαταλληλότητας της προσφερόμενης τεχνολογίας για την υποδομή της εκπολιτιζόμενης χώρας.

Οι ιστορίες αυτές είναι δείγματα τεχνολογικής προόδου που δεν μπορεί να γίνει ή να χρησιμοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο, είτε γιατί δεν υπάρχει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό να καταλάβει και να χρησιμοποιήσει την νέα τεχνολογία, είτε γιατί δεν υπάρχει η κατάλληλη υποδομή στην χώρα. Πρόσφατα θυμήθηκα αυτές τις ιστορίες ταξιδεύοντας στα αεροδρόμια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Το Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ένα από τα πιο σύγχρονα διεθνή αεροδρόμια στον κόσμο. Έλα όμως που κατασκευάστηκε για να εξυπηρετήσει μόνον τους Αθηναίους! Η Πάτρα είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Δεν έχει αεροδρόμιο! Αν φτάσεις στο Ελευθέριος Βενιζέλος και θέλεις να πας στην Πάτρα, πρέπει να πας στο κέντρο της Αθήνας πρώτα! Τα λεωφορεία που εξυπηρετούν το αεροδρόμιο έχουν σαν προορισμό μόνον την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας! Και σκέφτομαι εγώ, ο ταλαίπωρος ταξιδιώτης, δεν βρέθηκε ένας επιχειρηματίας να σκεφτεί να βάλει ένα λεωφορείο που φεύγει απ’ ευθείας από το αεροδρόμιο και πάει κατ’ ευθείαν στην Χαλκίδα, την Πάτρα ή την Λαμία, ένας γραφιάς να δώσει την άδεια και ένας πολιτικός να ενστερνιστεί την ιδέα; Δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να βάλει ένα λεωφορείο που θα πηγαίνει κατ’ ευθείαν από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στην Κατερίνη ή στα χωριά της Χαλκιδικής, που είναι οι τουριστικοί προορισμοί των περισσοτέρων ξένων επισκεπτών που χρησιμοποιούν το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, αντί να τους στέλνουμε στο κέντρο της πόλης πρώτα για να ταλαιπωρηθούν να βρουν το ΚΤΕΛ Χαλκιδικής ή τους αναγκάζουμε να χρησιμοποιήσουν ταξί για 100 χιλιόμετρα; Θα διανοείτο ποτέ κανείς ότι αν ήθελε να πάει από το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης στην Τζιρόνα ή την Ανδόρα θα έπρεπε να πάει πρώτα στο κέντρο της Βαρκελώνης, ή από το αεροδρόμιο του Χήθροου, στην Οξφόρδη, την Ρέντιγκ ή το Γκίλφορντ θα έπρεπε να πάει πρώτα στο κέντρο του Λονδίνου; Και όμως, στην χώρα των Φίτζι, μπορεί να δει κανείς μια λεκάνη τουαλέτας χωρίς αποχέτευση και νερό, στημένη σε θέα όλων, μνημείο στον κακό σχεδιασμό, την στενοκεφαλιά και την εξυπηρέτηση στενών συντεχνιακών συμφερόντων, μ’ άλλα λόγια, μπορεί κανείς να δει το μνημείο στην ανθρώπινη ανοησία!

Μαρία Πέτρου

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Περί τελείας στην κάτω γραμμή και άλλων γλωσσικών παρεξηγήσεων

Όταν ήμουν στην έκτη γυμνασίου πήγαινα στο “Σύγχρονο φροντιστήριο” της Θεσσαλονίκης, για να προετοιμαστώ για τις εισαγωγικές εξετάσεις του πανεπιστημίου. Εκεί στο φροντιστήριο είχαμε έναν εμπνευσμένο δάσκαλο των μαθηματικών, τον κύριο Ζουρνά. Ο δάσκαλος αυτός λοιπόν, μια μέρα, θέλοντας να μας τονίσει πόσο μερικές φορές μικρά λάθη προδίδουν τεράστια άγνοια ή απερισκεψία, μας είπε την εξής ιστορία: Κάποτε κάποιος έγραψε μια έκθεση που τελείωνε με την λέξη “αγάπη.”, αλλά επειδή δεν τον χωρούσε η γραμμή να την γράψει, έγραψε “αγάπη” και έβαλε την τελεία στην αρχή της από κάτω γραμμής. Και κατέληξε ο κύριος Ζουρνάς: “Είναι λοιπόν παιδιά μερικές φορές κάτι τέτοια μικροπράγματα στην ζωή που δείχνουν το μέγεθος της βλακείας ορισμένων ανθρώπων!”

Πέρασαν χρόνια και πολλές φορές θυμήθηκα αυτήν την φράση. Μια φορά ήταν σχετική με την ονομασία της πανεπιστημιούπολης Καισαριανής-Ζωγράφου στην Αθήνα. Κάποιος, που σίγουρα δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει, αποφάσισε ότι η σωστή ονομασία είναι “ΠανεπιστημιΟπολις” και όχι “πανεπιστημιούπολη”. Αυτό όταν το πρωτοάκουσα μου θύμισε όταν έκανα μάθημα Ελληνικών σε μια Αμερικανίδα φίλη μου. Την είχα μάθει λοιπόν την λέξη “ψωμί” και επίσης ότι όταν στα Ελληνικά θέλουμε κα πούμε ότι κάτι είναι μικρό, βάζουμε το τελικό “ακι”. Μια μέρα της έλεγα ότι όταν τρώμε πολύ βάζουμε πάχος από δω και από κει στην λεκάνη και αυτά τα παχάκια τα λέμε μικρά ψωμιά. “Δηλαδή”, μου λέει αυτή “ψωμι-άκια;”. Γέλασα και της εξήγησα ότι όταν οι Έλληνες κολλάν δύο λέξεις, εκεί που γίνεται το κόλλημα μερικές φορές οι λέξεις αλλάζουν. Έτσι λέμε “ψωμάκια” και όχι “ψωμι-άκια”. Φαίνεται ότι ο φίλος μας ο Πανεπιστημιοπολίτης δεν το γνώριζε αυτό. Αν θέλετε να γελάστε, σταθείτε μπροστά στον καθρέφτη και δοκιμάστε να πείτε: “ΠανεπιστημιΟπολις”. Σας βεβαιώνω ότι θα σκάσετε στα γέλοια: ΠανεπιστημιΟπολις,.. ΠανεπιστημιΟπολις...

Μια άλλη φορά που ήρθα αντιμέτωπη με μια πράξη της κατηγορίας “τελεία στην κάτω γραμμή”, ήταν όταν κάποιος άλλος (ή μήπως ήταν ο ίδιος;) γραμματιζούμενος αποφάσισε ότι οι ξένοι δεν πρέπει να μας λένε “Greek” αλλά “Hellens”. Γιατί, λέει, το Greek προέρχεται από το υποτιμητικό “γραικός” που εφεύραν οι Τούρκοι για μας (μούσι!). Φαντάζεστε τον Άγγλο, κάθε φορά που αποφασίζει να κάνει διακοπές στην Ελλάδα, να σκέφτεται ότι το “Greece” σημαίνει “η χώρα των άπιστων πολιτών δεύτερης κατηγορίας που ιδρύθηκε μετά την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας”; Και είχε μιά σκασίλα! Ο φίλος μας ο γραμματιζούμενος προφανώς δεν είχε ζήσει ποτέ εκτός Ελλάδας. Γιατί αν το είχε κάνει, θα ήξερε ο καψερός ότι η λέξη “Hellas” και “Hellen” στο μυαλό του Άγγλου συνδέεται με την Ελληνιστική περίοδο, που θεωρείται περίοδος της παρακμής, ενώ η κλασσική περίοδος της ένδοξης αρχαίας Ελλάδας αναφέρεται ως “Greek”.

Αλλά στην ζωή μερικές φορές περνάει η γνώμη αυτών που βάζουν την τελεία στην κάτω γραμμή.
Έτσι, όταν πήγα με τον ανιψιό μου, που ταξίδευε με Ελληνικό διαβατήριο, στην Κίνα, χάσαμε 20 λεπτά για να εξηγήσουμε στον Κινέζο ελεγκτή διαβατηρίων ποιά χώρα είναι αυτή που στα Αγγλικά λέγεται “Hellas”. Εμείς λέγαμε “Greece”, ως και “Σι-λα” του την είπαμε, αλλά ο άνθρωπος δεν πείθονταν, μια και στο Αγγλικό λεξικό δεν υπήρχε το “Hellas”. Μέχρι που κάλεσε τον προϊστάμενο του να λύσει το μυστήριο. Γιατί βέβαια, άλλο να αποφασίζεις ότι εσύ θα λες την χώρα σου “Hellas” και άλλο να θες οι άλλοι να αλλάξουν την γλώσσα τους για χάρη σου.

Σήμερα, καθώς προσγειωνόμασταν στο Ελευθέριος Βενιζέλος, η αεροσυνοδός, αφού μας καλωσόρισε στα Ελληνικά, θεώρησε υποχρέωση της να μας καλωσορίσει και στα Αγγλικά, και παπ, νάτο το “τελεία στην κάτω γραμμή” συμβάν: “Ladies and gentlemen, welcome to Hellas!”. Φανταστείτε να ταξιδεύατε με την Air France και η αεροσυνοδός, μετά το “Bien venute a France” να σας πετούσε “Καλώς ήρθατε στην Φρανς!”. Και εσείς, αμέσως θα αλλάζατε τα Ελληνικά σας! Ως και η κυρά Μαριώ, που έχει μπακάλικο στην Κολοπετινίτσα, την άλλη μέρα θα καλωσόριζε τον πρώτο πελάτη της λέγοντας: “Καλημέρα κυρ Μήτσο! Έλα και σούφερα και κονσέρβες βατραχοπόδαρα από την Φρανς!”

Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Περί ακμών και αιχμών

Αν ταξιδέψεις με αεροπλάνο μια ηλιόλουστη μέρα και περάσεις πάνω από τις Άλπεις, θα δεις ότι σε κάθε βουνό υπάρχει μια γραμμή που χωρίζει την φωτισμένη μεριά από την σκιασμένη. Εκεί επάνω στο βουνό, σε κάθε σημείο αυτής της γραμμής, υπάρχει ένα βραχάκι, μία πετρούλα, μία νιφάδα χιονιού, που από την μία μεριά είναι φωτισμένη, κατάλευκη και λαμπερή και από την άλλη βυθισμένη στην σκιά. Αν πάλι περάσει το αεροπλάνο σου πάνω από την περιοχή της Επανομής, θα δεις μια χερσόνησο φτιαγμένη μόνο από άμμο, με τέλειο τριγωνικό σχήμα, να μπήγεται στην καρδιά του Θερμαϊκού κόλπου. Όταν φυσούν ανατολικοί ή δυτικοί άνεμοι, η μία ακτή του τριγώνου έχει κύμα και η άλλη τέλεια νηνεμία. Υπάρχει εκεί, στην αιχμή του τριγώνου, ένα σημείο όπου ένας κόκκος άμμου από την μια μεριά ανήκει στην ανατολική ακτή και από την άλλη στην δυτική, από την μια δέρνεται από το κύμα και από την άλλη τον γλύφει η θάλασσα. Ακόμα και αν πας εκεί και περπατήσεις στην άμμο, ούτε που θα καταλάβεις ότι ο κόκκος αυτός υπάρχει. Είναι όμως εκεί. Όπως είναι εκεί και η νιφάδα πάνω στις Άλπεις που είναι φωτισμένη από την μια μεριά και σκοτεινή από την άλλη.

Πόσες φορές η ζωή μας δεν περνάει από μία ακμή ή μία αιχμή και ούτε που το συνειδητοποιούμε! Πόσες φορές κάνουμε κάτι για τελευταία φορά, κλείνοντας ένα κεφάλαιο της ζωής μας, και ούτε που το καταλαβαίνουμε. Υπήρξε μία φορά που πήγαμε για τελευταία φορά διακοπές στην Ιερισσό όλοι μαζί. Μονό που δεν θυμόμαστε πότε ήταν. Υπήρξε μία φορά που διαβήκαμε για τελευταία φορά το κατώφλι του σπιτιού των γονιών μας, μόνο που δεν ξέρουμε πότε ήταν αυτό. Θα έρθει μία φορά που θα είναι τα τελευταία Χριστούγεννα που θα γιορτάσουμε με την γιαγιά μας, και ούτε που θα το ξέρουμε. Υπήρξε μια τελευταία φορά που έδεσε το κοριτσάκι σου τα μαλλιά της με κορδέλα πριν σταματήσει να το κάνει γιατί μεγάλωσε, μόνο που δεν θυμάσαι πότε ήταν αυτό. Κάποτε ανταλλάξατε το τελευταίο φιλί με τον σύζυγο πριν καταλήξετε στο διαζύγιο, μόνο που τότε δεν το ξέρατε ότι ήταν το τελευταίο και ούτε που το δώσατε σημασία. Συνήθως θυμόμαστε τις τρανταχτές αιχμές στην ζωή μας, θαρρείς και εκείνες μόνο είναι σπουδαίες: τότε πέθανε ο μπαμπάς, τότε αποφοίτησα, τότε παντρεύτηκα. Τα έντονα συναισθήματα δημιουργούνται από τέτοιες ακμές. Μα δεν είναι μόνον οι θάνατοι, οι γεννήσεις και οι γάμοι που κάνουν τις μεγάλες ακμές. Είναι και οι ακμές που αναγκαστικά υπάρχουν στην κοινωνία. Ο αριθμός 230127 κερδίζει το πρώτο λαχείο. Ο αριθμός 230126 όμως δεν κερδίζει τίποτα. Αν ο μισθός σου είναι κάτω από 3000 ευρώ παίρνεις επίδομα 1000 ευρώ, ενώ αν είναι πάνω από 3000 ευρώ δεν παίρνεις, και αν τύχει να βγάζεις 2999 ευρώ, θα θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό, ενώ αν βγάζεις 3001 ευρώ, θα θεωρείς τον εαυτό σου αδικημένο. Είναι κάτι τέτοια που μας κάνουν να προσέξουμε τις ακμές στην ζωή. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και αυτές. Ευτυχώς που υπάρχουν οι άτυχοι, οι αδικημένοι, οι δυστυχισμένοι, γιατί έτσι έχουμε την ευκαιρία να νοιώσουμε τυχεροί, δικαιωμένοι και ευτυχισμένοι. Ένα τραγούδι λέει: Πρέπει να έχεις ένα όνειρο, αλλιώς πώς θα έχεις ένα όνειρο που βγήκε αληθινό; Για να έχεις ένα όνειρο, πρέπει να είσαι από την ανεπιθύμητη πλευρά της ακμής! Είναι λοιπόν αυτές οι προφανείς ακμές που κάνουν την ζωή ωραία!

Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι οι άλλες, οι ανυποψίαστες ακμές, αυτές που υφαίνουν πραγματικά την ζωή μας. Αυτές είναι οι ύπουλες ακμές που δεν νοιώθουμε, ώσπου μια μέρα καταλαβαίνουμε ότι η ζωή μας πέρασε. Αυτές μόνο θλίψη μας φέρνουν, γιατί τις καταλαβαίνουμε όταν έχουν πια περάσει, όταν η ζωή μας έχει αλλάξει και έχει φύγει σαν άμμος μέσα από την χούφτα μας. Αυτές είναι οι τραγικές ακμές και ο μόνος τρόπος να τις καταπολεμήσουμε είναι να απολαμβάνουμε το κάθε φιλί σαν να ήταν το τελευταίο, τα κάθε Χριστούγεννα με την γιαγιά σαν να ήταν τα τελευταία, τις κάθε διακοπές στην αγαπημένη μας παραλία σαν να ήταν οι τελευταίες, να ρουφούμε αυτό που έχει να μας προσφέρει η ζωή ως την τελευταία σταγόνα, με πάθος, ώστε να μην πάει χαμένη ούτε μια στιγμή, ούτε μια σταγόνα, ούτε μια ματιά των αγαπημένων μας προσώπων, ούτε ένα χαμόγελο.

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Περί Αλλάχ

Έχω μια φίλη που είναι ευσεβής Μουσουλμάνα. Η φίλη μου λοιπόν αυτή προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα, ανελλιπώς, πλέκοντας κάθε φορά το εγκώμιο του Αλλάχ. Μια μέρα, για να την πειράξω, της είπα: «Ο Αλλάχ είναι Πάνσοφος, Παντογνώστης και Παντοδύναμος. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να έχει ανθρώπινες αδυναμίες; Πώς είναι δυνατόν να θέλει να ακούει τις κολακείες που του σερβίρεις κάθε φορά που προσεύχεσαι, πέντε φορές την ημέρα;» Η φίλη μου πολύ σοβαρά μου απάντησε: «Δεν είναι ο Αλλάχ που έχει ανάγκη από τα λόγια που λέμε στην προσευχή μας, αλλά εμείς. Πρέπει να τα επαναλαμβάνουμε για να μην ξεχνάμε πόσο μας έχει ευλογήσει με τα αγαθά που μας έχει δώσει.» Αυτό μου θύμισε τι έκανα όταν ήμουν μικρή και μ’ έστελναν στον μπακάλη: σ’ όλο το δρόμο επαναλάμβανα ξανά και ξανά την λίστα με τα ψώνια για να μην ξεχάσω τίποτα και φάω κατσάδα και με ξαναστείλουν και πίσω! (Αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί κανένας μεγάλος δεν σκέφτηκε ποτέ να μου δώσει μια γραπτή λίστα και να με γλυτώσει από το άγχος του να θυμάμαι αν οι αγκινάρες έπρεπε να είναι τραχιές οι τρυφερές-αυτό πάντα το μπέρδευα, αν το σιμιγδάλι έπρεπε να είναι χοντρό ή ψιλό και αν το ρύζι έπρεπε να είναι στρόγγυλο ή νυχάκι.) Τέλος πάντων, η επανάληψη της λίστας ήταν και είναι η πιο ασφαλής μέθοδος για να μην ξεχαστεί κάτι. Όταν η Μπόϊγκ κατασκεύασε το 1935 το πιο υπερσύγχρονο για την εποχή του αεροπλάνο, το αεροπλάνο έπεσε στην πρώτη του πτήση γιατί ο πιλότος ξέχασε να πατήσει ένα κουμπί! Τότε οι πιλότοι της Μπόϊγκ δημιούργησαν την λεγόμενη checklist, την λίστα ελέγχου, που από το 1937 και μετά έχει καθιερωθεί και εφαρμόζεται σε όλες τις πτήσεις. Η επανάληψη αυτή της ρουτίνας ελέγχου, καθώς ετοιμάζεται ο πιλότος να κάνει κάποιον χειρισμό, έχει σώσει ζωές και ζωές, καθώς απέτρεψε το ξεγλίστρημα προς την αφηρημάδα, την απερισκεψία και την υπεκφυγή. Το σύστημα έκτοτε έχει εφαρμοστεί σε πολλές περιπτώσεις, όπως εγχειρήσεις, πλοήγηση πλοίων, κλπ. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να καθιερώσουμε τέτοιες ρουτίνες επανάληψης κάποιων πραγμάτων και στην πολιτική και κοινωνική μας ζωή, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε και σιγά σιγά ξεφεύγουμε και μετατρέπουμε το μέσον επίτευξης κάποιου σκοπού σε αυτοσκοπό το ίδιο. Για παράδειγμα, πρόσφατα ένας φίλος μου έφαγε μήνυση από την τροχαία γιατί αναβόσβησε τα φανάρια του για να ειδοποιήσει τους επερχόμενους οδηγούς ότι υπήρχε μπλόκο της τροχαίας μπροστά τους και να κόψουν ταχύτητα. Και γιατί παρακαλώ αυτό ήταν κακό; Δεν είναι καλή ιδέα να κόψουν ταχύτητα οι οδηγοί; Ο σκοπός της τροχαίας είναι να τσακώσει τον οδηγό να τρέχει για να του βάλει πρόστιμο, ή να τον αποτρέψει να τρέχει; Και αν η αποτροπή της παραβίασης του ορίου ταχύτητας γίνεται όπως στην Αγγλία, με ψεύτικους τροχονόμους από χαρτόνι τοποθετημένους πάνω στις αερογέφυρες, ή γίνεται από επερχόμενους οδηγούς που αναβοσβήνουν τα φώτα τους, έχει καμιά σημασία; Το αποτέλεσμα δεν είναι εξ ίσου επιθυμητό; Θα πρότεινα λοιπόν, κάθε πρωί, ο κάθε τροχονόμος να λέει κατ’ επανάληψη: «Σκοπός μου δεν είναι να πιάσω τους παραβάτες για να τους τιμωρήσω. Σκοπός μου είναι να αποτρέψω την παράβαση! Οδηγοί που αναβοσβήνουν τα φώτα για να ειδοποιήσουν άλλους οδηγούς να κόψουν ταχύτητα συμβάλλουν στο έργο μου! Καλά κάνουν!»

Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Περί «Παρακαλώ μην ρίχνετε τα χαρτιά στην τουαλέτα» και άλλων αναχρονισμών

Κάποτε στους δρόμους μας κυκλοφορούσαν βυτιοφόρα με εξωτικά ονόματα όπως «Βοθροκαθαριστής ο Λαίμαργος» ή «Βοθροκαθαριστής ο Αχόρταγος». Κάποτε τα οπίσθια μας ήταν τυχερά όταν καθαρίζονταν με εφημερίδα και όχι με χασαπόχαρτο που το είχαμε μαλακώσει προηγουμένως τσαλακώνοντας το ξανά και ξανά. Από τότε οι καιροί έχουν αλλάξει. Και συστήματα υπονόμων έγιναν. Και διδακτορικά έγιναν για την δημιουργία χαρτιού που είναι ανθεκτικό και συγχρόνως απαλό και διαλυτό στο νερό (βέβαια χάσαμε έτσι την ευκαιρία της ενημέρωσης με τα προχθεσινά νέα ενώ καθόμαστε στην τουαλέτα, αλλά τι να κάνεις, ουδέν καλόν αμιγές κακού!). Και πλουτίσαμε και δεν αγοράζουμε χαρτί υγείας μόνον όταν περιμένουμε επισκέψεις.
Έλα όμως που ξεχάσαμε να κατεβάσουμε τις ταμπελίτσες «Παρακαλώ μην ρίχνετε τα χαρτιά στην τουαλέτα»! ‘Όχι μόνο ξεχάσαμε να τις κατεβάσουμε, αλλά αναρτήσαμε και καινούργιες σε νέα κτήρια όπως το νέο αεροδρόμιο, και μάλιστα τις μεταφράσαμε και στα Αγγλικά, μπας και μας ξεφύγει κανείς απολίτιστος και ρίξει τα χαρτιά στην τουαλέτα. Και αν ρωτήσεις γιατί, η απάντηση είναι πάντα η ίδια: «Θα βουλώσει ο σωλήνας!» Όχι, δεν θα βουλώσει ο σωλήνας! Εδώ δεν βουλώνει με εκείνες τις ξεγυρισμένες κοτρώνες που κάνεις όταν έχεις δυσκοιλιότητα, θα βουλώσει με το χαρτάκι που έφαγε τα νιάτα του κάποιος φουκαράς φοιτητάκος να δημιουργήσει για να πάρει το διδακτορικό του, ώστε να διαλύεται στο νερό αλλά όχι στο χέρι μας; Όχι δεν θα βουλώσει! Εδώ δεν βουλώνει στην Κίνα την Ρουμανία, την Αγγλία και όλες τις άλλες χώρες του κόσμου, θα βουλώσει εδώ; Όχι δεν θα βουλώσει, και αν βουλώσει, θα τον ξεβουλώσουμε! Όχι δεν θα βουλώσει γιατί η εναλλακτική λύση του καλαθιού με τα χαρτιά, που διακοσμεί και αρωματίζει την τουαλέτα και που κάποια γυναίκα (σχεδόν πάντα είναι γυναίκα) πρέπει να αδειάσει κάθε μέρα, είναι αηδιαστική, αντιαισθητική, βρωμερή, υποτιμητική γι’ αυτήν που πρέπει να το αδειάσει, και ντροπή για μια Ευρωπαϊκή χώρα του 21ου αιώνα!

Μαρία Πέτρου,

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Περί βαρβάρων

Φανταστείτε ότι φτάνετε σε ένα αεροδρόμιο και ενώ μόλις προσγειωθήκατε, πρέπει να βρείτε ένα κέρμα στο νόμισμα της χώρας που επισκέπτεστε για να πάρετε καροτσάκι να μεταφέρετε τις βαλίτσες σας. Είναι γνωστό βέβαια ότι οι τράπεζες ανά τον κόσμο δεν δίνουν συνάλλαγμα σε κέρματα. Κακή σας τύχη λοιπόν. Ή θα πρέπει να βρείτε κάποιον να σας χαλάσει το χαρτονόμισμα που κουβαλάτε, ή θα πρέπει να σύρετε τις βαλίτσες σας όπως όπως γιατί καρότσι γιοκ. Φανταστείτε ότι φτάνετε σε μια χώρα γύρω στα μεσάνυχτα μετά από δέκα ώρες πτήση, και να πρέπει να πάρετε άλλη πτήση στις 5 το πρωί για τον τελικό σας προορισμό. Το ταλαιπωρημένο σας κορμάκι λαχταράει να οριζοντιωθεί, αλλά οι ώρες δεν είναι αρκετές για να πάτε σε ξενοδοχείο. Βρίσκετε λοιπόν κάποια άδεια καθίσματα, όπου σίγουρα κάποιος ευλογημένος σχεδιαστής ξέχασε να περιλάβει τα χερούλια που χωρίζουν τις ατομικές θέσεις, και μόλις αναστενάζετε με ανακούφιση που καταφέρατε επιτέλους να οριζοντιωθείτε, και μόλις πάνε να γλαρώσουν τα μάτια σας για λίγα λεπτά, εμφανίζεται ένας αγροίκος μαντράχαλος και σας σκουντά βάναυσα: «Δεν επιτρέπεται ο ύπνος εδώ! Σηκωθείτε! Δεν επιτρέπεται να ξαπλώνετε!» Φανταστείτε να ψοφάτε στην δίψα, αλλά να μην υπάρχουν βρυσάκια ψύκτες γιατί τους κατήργησαν για να σε αναγκάσουν να αγοράσεις εμφιαλωμένο νερό από το κυλικείο και να το πληρώσεις χρυσό!

Φανταστείτε τώρα να προσγειωθείτε σε ένα αεροδρόμιο στολισμένο με εκατοντάδες ορχιδέες. Όπου τα νερά τρέχουν άφθονα. Όπου έχουν πολυθρόνες-κρεβάτια σε σκοτεινές γωνιές με ταμπελίτσες που ζητούν ησυχία για να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν οι μετεπιβιβαζόμενοι επιβάτες. Όπου έχουν πολυθρόνες με ηλεκτρικό μασάζ για τα πόδια να κάνεις με τις ώρες τζάμπα. Όπου έχεις δωρεάν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Όπου έχουν παιδικές χαρές, συντριβάνια και βρεφικούς σταθμούς, όλα δωρεάν για την εξυπηρέτηση των επιβατών. Όπου αισθάνεσαι ότι σε σέβονται, σε καταλαβαίνουν και σε νοιάζονται.

Τώρα ξέρω ότι οι πιο αισιόδοξοι από σας θα ήθελαν να ακούσουν ποια από τις δύο χώρες είναι η Ελλάδα και ποια η Σιγκαπούρη. Ξέρω όμως, ότι οι πραγματιστές ανάμεσα σας ήδη γνωρίζουν, χωρίς να σας το πω, ποια από τις δύο χώρες είναι η χώρα της φιλοξενίας και ποια η χώρα των βαρβάρων!

Μαρία Πέτρου

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Περί «Για να μάθεις να προσέχεις παλιόπαιδο!»

Δύο πράγματα χαρακτήριζαν τους γονείς της παιδικής μου ηλικίας, ευτυχώς για μένα, κανένα από τα δύο δεν χαρακτήριζαν τους δικούς μου γονείς. Το ένα ήταν οι φωνές που έβαζε η μαμά στο στυλ: «Γιαννάκη! Μην τρέχεις! Θα ιδρώσεις!» Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το τρέξιμο και το ίδρωμα ήταν κακά πράγματα για ένα παιδί δέκα ετών. Μια και οι γονείς μου ποτέ δεν μου είπαν κάτι τέτοιο, η απορία μου δεν λύθηκε ποτέ. Το άλλο ήταν το ξύλο που έτρωγε το παιδάκι όταν σκόνταφτε και έπεφτε. Το παιδάκι αιμόφυρτο με τα γονατάκια σπασμένα να κλαίει, και η μαμά δώστου από πάνω να δέρνει: «Να παλιόπαιδο! Με κατατρόμαξες!» Να και αυτή! Να και τούτη! «Να μάθεις άλλη φορά να προσέχεις!» Αυτός προφανώς ήταν ξυλοδαρμός αγάπης. Ή μήπως κάτι άλλο; Πάλι η απορία μου έμεινε άλυτη για πάντα. Τώρα γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Γιατί η Ελλάδα αυτήν την περίοδο είναι πεσμένη στο χώμα, με σπασμένα τα γόνατα και χρειάζεται βοήθεια. Οι άνθρωποι όμως που την αγαπάνε, όπως οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, έχουν τόσο πολύ τρομάξει από το κακό που έπαθε, που όρμησαν από πάνω της και την χτυπούν, για να δείξουν προφανώς πόσο συμμερίζονται τον πόνο όλης της Ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, το μόνο που θα μπορούσε να πηγαίνει καλά σήμερα στην Ελλάδα, είναι ο τουρισμός της-η μόνη βαριά βιομηχανία που έχει. Αυτός όμως κατακρεουργείται από τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ. Και όταν για πολλοστή φορά αυτοί οι κύριοι εμπόδισαν τα κρουαζιερόπλοια να αφήσουν τουρίστες στα λιμάνια, και όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον τους, (όχι όμως και το κράτος, που κάλλιστα θα μπορούσε να τους είχε σταματήσει, μια και ο αποκλεισμός είχε χαρακτηριστεί παράνομος από τα δικαστήρια, αλλά δεν το έκανε, και αυτό είναι μια άλλη απορία που θα μου μείνει άλυτη για πάντα), όταν λοιπόν ο κόσμος ξεσηκώθηκε εναντίον τους, η κυρία Παπαρήγα βγήκε στα κανάλια να τους υπερασπιστεί: «Μ’ αυτά που κάνει η κυβέρνηση καταστρέφει τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Αυτά που κάνει το ΠΑΜΕ θίγει τις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες!» Κυρία Παπαρήγα, σας παρακαλώ, για να μην μου μείνουν άλλες άλυτες απορίες, και συμβάλουν στην λίστα των τραυματικών εμπειριών μου, παρακαλώ απαντήστε μου: γιατί είναι κακό να κλείσουν μερικές οικογενειακές επιχειρήσεις, και να πεινάσουν μερικές οικογένειες, αλλά το να κλείσει μια ξενοδοχειακή μονάδα από την οποία ζούνε είκοσι, τριάντα οικογένειες όχι μόνον δεν είναι κακό αλλά είναι και επιθυμητό; Μου φάνηκε, ή έκανα λάθος ότι, ευνοείτε μια Ελλάδα από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, όπου όλα τα μέλη της οικογένειας δουλεύουν νυχθημερόν να την συντηρήσουν, αλλά μόλις αυτή η επιχείρηση πάρει τα πάνω της και πάψει να είναι οικογενειακή, πιστεύετε ότι πρέπει να κλείνει; Μας θέλετε όλους μικροκαπιταλιστές, αλλά ως εκεί, γιατί εσείς είστε κατά του καπιταλισμού; Μας θέλετε μίζερους, τριτοκοσμικούς και απομονωμένους, με τουρίστες εξίσου μίζερους που θα πάνε στο ταβερνάκι, όπου η μαμά είναι στην κουζίνα, ο μπαμπάς στο ταμείο και τα ανήλικα παιδιά στο σερβίρισμα, και όχι στο πολυτελές εστιατόριο ενός μεγάλου ξενοδοχείου; Τέλος, σας παρακαλώ πέστε μου ποια είναι η γνώμη σας για την μαμά που όταν δει το παιδί της αιμόφυρτο στο χώμα, ορμάει και το ξυλοφορτώνει για να του κάνει καλό;

Μαρία Πέτρου

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Περί θαυματουργικής λαιμητόμου και άλλων τραγικών παρεξηγήσεων

Όταν ήμουν μικρή μας έκαναν άσφαλτο τον κεντρικό δρόμο κοντά στο σπίτι μας, και μας οριοθέτησαν τις διαβάσεις των πεζών. Η δασκάλα στο σχολείο μας είπε ότι ο δρόμος μας τώρα έχει διαβάσεις. Όταν πήγα στο σπίτι, ρώτησα την μαμά μου τί θα πει διάβαση. Η μαμά μου, με όλον τον κυνισμό που χαρακτήριζε τους περισσότερους Έλληνες της γενιάς της σχετικά με ευνομία και κυβερνητικές διατάξεις, μου απάντησε: “Αν σε σκοτώσει το αυτοκίνητο εκεί, σε πληρώνει. Αν σε σκοτώσει αλλού, δεν σε πληρώνει.” Την εξήγηση αυτή την άκουσα ξανά και ξανά από όλους του “ιθύνοντες” μεγάλους γύρω μου. Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να μου πει: “Παιδί μου, στην διάβαση έχει προτεραιότητα ο πεζός, και αν είσαι εσύ ο οδηγός του αυτοκινήτου, θα πρέπει να τον αφήνεις να περνάει πρώτος.” Γενιές από Ελληνόπουλα μεγάλωσαν μ' αυτήν την παρεξήγηση, για να γίνουν οδηγοί που δεν ξέρουν τι θα πει διάβαση, και που παρερμηνεύουν τα θέματα ασφάλειας σαν θέματα του ποιός πληρώνει.

Έτσι, όταν ήρθαν φίλοι από την Ελλάδα να με επισκεφτούν στην Αγγλία, και στο αυτοκίνητο μου τους ζήτησα να φορέσουν τις ζώνες ασφαλείας, η αυθόρμητη αντίδραση τους γεμάτη κατανόηση ήταν: “Έχει βαριά πρόστιμα εδώ ε;” “Όχι”, τους απάντησα, “απλώς είναι θέμα ασφάλειας.” “Α! ναι... φυσικά...” είπαν με φωνή που έδειχνε ότι από μέσα τους έλεγαν “Ώχ καημένη και σύ, τι σχολάρας που είσαι...”.

Όταν δε ήρθα στην Ελλάδα και με παρέλαβαν φίλοι στο αεροδρόμιο, και βρεθήκαμε να τρέχουμε στην Κατεχάκη με πάνω από 100 χιλιόμετρα την ώρα, η κυρία που οδηγούσε μου εξήγησε μάλλον απολογητικά: “Να εδώ, τραβάμε λίγο την ζώνη για να φαίνεται απέξω ότι δήθεν την φοράμε, να μην φάμε και κανένα πρόστιμο.” Αυτό μου θύμισε ένα αστείο που λέγαμε όταν ήμασταν φοιτητές: “Σήμερα ξεγέλασα τον περιπτερά μου: του πέρασα ένα εικοσάρικο για δίφραγκο!”

Ήταν και ένας ταξιτζής που με πήγε στο αεροδρόμιο κάποια άλλη φορά, και ενοχλήθηκε γιατί τράβηξα να βγάλω την ζώνη που την είχε στριμώξει στο κάθισμα να είναι ίσια σαν σιδερωμένη και αχρησιμοποίητη. “Δεν χρειάζεται!” μου είπε. Και όταν εγώ αγνόησα την μυστική συμφωνία που είχε με τον Θεό, ότι δεν θα χρειαστεί να πατήσει απότομα φρένο στην συγκεκριμένη διαδρομή και να με εξφενδονίσει από το παρμπρίτζ όπως τον άνθρωπο-σφαίρα που έριχναν από το κανόνι στο τσίρκο που μας πήγαιναν όταν ήμασταν παιδιά, και έβαλα την ζώνη, μόλις κατέβηκα, κατέβηκε και αυτός από την θέση του, να έρθει γύρω γύρω και να τραβήξει και να ξαναστουμπώσει την ζώνη πίσω καλά, μπας και κανένας άλλος υποχόνδριος επιβάτης είχε την φαεινή ιδέα να την χρησιμοποιήσει και αυτός αμφισβητώντας την συμφωνία του με τον Ύψιστο. Ήταν η ίδια λογική με την οποία το παιχνίδι που είχα αγοράσει κάποτε για ένα ανιψάκι μου, πήγε κατευθείαν στην ντουλάπα “για να μην το χαλάσει το παιδί παίζοντας”. Χρόνια αργότερα, οι γονείς του παιδιού (που δεν ήταν πια παιδί) μου το έδειξαν περήφανοι που το παιχνίδι δεν χάλασε ποτέ, μιας και είχε μείνει στην ντουλάπα για πάντα (ίσως για να το παίζει ο γιός τους ως ενήλικας-ποιός ξέρει;).

'Οταν λοιπόν ήρθε μια φίλη μου με τα παιδιά της στο Λονδίνο να με επισκεφτούν, και επειδή τα μικρά αρνούντο να φορέσουν τις ζώνες, για να τα πείσω να τις βάλουν, τους είπα ότι το αυτοκίνητο μου είναι ειδικό και δεν ξεκινάει αν δεν φορούν όλοι οι επιβάτες τις ζώνες τους. Τα μικρά το πίστεψαν, και ήταν έτοιμα να τις βάλουν, όταν επενέβη η μαμά που δεν ήθελε άνθρωποι σαν και μένα να αποβλακώνουν τα παιδιά της: “Τι ανοησίες είναι αυτές που λες στα παιδιά. Παιδιά, αυτά είναι χαζομάρες! Δεν υπάρχουν τέτοια αυτοκίνητα!” Αυτό μου θύμισε την ιστορία ενός Γάλλου, ενός Άγγλου και ενός Ιρλανδού που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δι' αποκεφαλισμού από την Γαλλική επανάσταση. Όταν λοιπόν πήγαν να τους εκτελέσουν, βάζουν πρώτα το κεφάλι του Γάλλου στο κούτσουρο και ξαμολάν την γκιλοτίνα. Γκρατς, γκρατς, τίποτα. Το μαχαίρι δεν έπεφτε. Λένε λοιπόν οι γύρω: “Θαύμα, θαύμα, ο Θεός τον λυπήθηκε! Ας του χαρίσουμε την ζωή!”. Πράγματι, ο Γάλλος αφέθηκε ελεύθερος μια και ο Θεός είχε κάνει το θαύμα του. Μετά ήρθε η σειρά του Άγγλου. Το κεφάλι στο ξύλο. Η γκιλοτίνα απελευθερώνεται. Γρατς, γκρατς, τίποτα. Το μαχαίρι παραμένει στην θέση του. “Θαύμα, θαύμα, ο Θεός τον λυπήθηκε! Ας του χαρίσουμε την ζωή!”. Την γλύτωσε και ο Άγγλος. Έρχεται μετά η σειρά του Ιρλανδού. Κεφάλι στο ξύλο, τράβηγμα της ασφάλειας, τίποτα η γκιλοτίνα. Το μαχαίρι δεν πέφτει! “Θαύμα, θαύμα...” και βγάζουν τον Ιρλανδό από το ξύλο του αποκεφαλισμού. Οπότε, έξυπνος αυτός, κοιτάζει προσεκτικά την γκιλοτίνα και λέει: “Τι θαύμα και ξεθαύμα λέτε βρε χαζοί! Ένα ξυλάκι σκάλωσε στην αυλακιά και δεν αφήνει το μαχαίρι να πέσει! Θα σας την φκιάξω εγώ!”

Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Περί “Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε” και άλλων τραγικών συμβάντων της ζωής

Σήμερα πήγα στο τοπικό υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας για να πληρώσω μία επιταγή στον λογαριασμό μου. Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν εξαιρετικές: “Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε” παντού στους τοίχους, καρέκλες για να καθίσεις και μηχάνημα να πάρεις αριθμό προτεραιότητας.

Καθώς καθόμουνα και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου, ξαφνικά μου ήρθε μία μυρωδιά καπνού! Όλα τα λαμπάκια άναψαν στο κεφάλι μου! Με απόγνωση πρόσεξα ότι αυτός που κάπνιζε ήταν η ταμίας που θα με εξυπηρετούσε! Αναρωτήθηκα, να την καταγγείλω άραγε στον διευθυντή της; Μετά σκέφτηκα ότι αυτό είναι μάλλον πολύ δραστικό. Αντί γι' αυτό, αποφάσισα να περιμένω να με εξυπηρετήσει πρώτα και μετά να της πω φεύγοντας: “Ευχαριστώ που δεν καπνίζετε!” Καλύτερα να μην πω τίποτα τώρα, μια και κάθεται από “την σωστή μεριά του γραφείου” και πού ξέρεις τί θα κάνει αν θυμώσει μαζί μου! Όταν έφτασε λοιπόν η σειρά μου, και αφού της εξήγησα την υπόθεση μου μεταξύ ενός παφ και ενός πουφ, μου είπε ότι χρειάζομαι να πάρω την υπογραφή της προϊσταμένης της.

Όταν πήγα στην προϊστάμενη, κάθισα υπομονετικά και περίμενα την σειρά μου. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Αναρωτήθηκα: ξέρει άραγε ότι μία υπάλληλος της καπνίζει παράνομα; Δεν πρόλαβα να απαντήσω όταν την είδα να σηκώνει ένα αναμμένο τσιγάρο πίσω από τον κομπιούτερ της και να παίρνει ένα βαθύ παφ και ένα ακόμα πιο βαθύ πουφ. Κοίταξα γύρω μου: τασάκια σε κάθε γραφείο! Να μην τα πολυλογώ, μεταξύ δύο τηλεφωνημάτων, ενός παφ και ενός πουφ, πήρα εντολή να απευθυνθώ στην διευθύντρια.

Πήγα και περίμενα όρθια και υπομονετικά μέχρι η κυρία διευθύντρια να με προσέξει και να πεi στο τηλέφωνο: “Μαμά θα σε πάρω σε ένα λεπτό γιατί έχω δουλειά!” (Ευτυχώς υπάρχει και το φιλότιμο!) Η κυρία διευθύντρια λοιπόν, αφού ξαπέστειλε την μαμά, και πήρε ένα παφ, με έγνευσε να την ακολουθήσω πίσω στην προϊσταμένη ενώ εξέπνεε το πουφ. Η προϊσταμένη μας άφησε να περιμένουμε για περίπου δύο λεπτά σε στάση freeze-frame, καθώς η διευθύντρια έσκυψε να της δείξει την επιταγή μου και εγώ περίμενα στην άκρη όσο πιο ταπεινά γινόταν. Το πρόβλημα ήταν η Κικίτσα που την κρατούσε στο τηλέφωνο για κάποιο προφανώς σοβαρό θέμα, μέχρι που η προϊσταμένη της είπε: “Κικίτσα, θα σε πάρω σε ένα λεπτό, έχω δουλειά τώρα.” Οι δύο κυρίες, αφού αντάλλαξαν μερικές φράσεις, μου εξήγησαν ότι δεν μπορούσαν να πάρουν την επιταγή μου γιατί ο λογαριασμός μου είχε ανοιχτεί στο υποκατάστημα της Νέας Κρήνης, και μόνον εκεί μπορούσε να πληρωθεί η επιταγή!

'Ετσι, μετά από μία ώρα που πέρασα αναπνέοντας την βρωμιά του καπνίζοντος υπαλληλικού προσωπικού, ούτε λίγο ούτε πολύ έμαθα ότι στην Εθνική τράπεζα οι κομπιούτερς χρησιμοποιούνται σαν ένδοξες αριθμομηχανές και τίποτα περισσότερο! Και αν είχα ανοίξει τον λογαριασμό μου στο υποκατάστημα της Άνω Βραχούλας, θα έπρεπε να πάρω αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια, ελικόπτερα ή και αερόστατα για να εξυπηρετηθώ; Φανταστείτε: μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κομπιούτερ σας για να μιλήσετε με τον Ρονγκ-Τσούν στην Κεντρική Κίνα, ή να αγοράσετε ένα εισιτήριο από το Λονδίνο στο Τιμπακτού, αλλά δεν μπορείτε να καταθέσετε μία επιταγή στον λογαριασμό σας, αν δεν πάτε αυτοπροσώπως στο υποκατάστημα που είχατε την ατυχία να ανοίξετε τον λογαριασμό σας!

Επιγραφές που μας ευχαριστούν που δεν καπνίζουμε, αλλά μας φλομώνουν στην βρωμιά τους, κομπιούτερς που χρησιμοποιούνται σαν σούπερ-ντούπερ αριθμομηχανές, και μαμάδες και Κικίτσες που ενώ ξέρουν ότι το νούμερο που παίρνουν είναι το νούμερο της δουλειάς και ενώ ξέρουν ότι είναι ώρα εργάσιμη, σηκώνουν το τηλέφωνο και πιάνουν την κουβεντούλα! Αλλά ίσως, δεν φταίνε αυτές. Ίσως οι κυρίες μεταξύ ενός παφ και ενός πουφ θα έπρεπε να τις είχαν πει: “Μαμά, είσαι ξαπλωμένη στο πάτωμα ανήμπορη να σηκωθείς; Είσαι στο νοσοκομείο, στο νεκροτομείο ή το ανατομείο; Αν όχι, μην παίρνεις αυτό το νούμερο! Είναι της δουλειάς μου και εγώ σέβομαι τους συνανθρώπους μου!” Αλλά βέβαια, η Εθνική μας τράπεζα έχει όλα τα χαρακτηριστικά του έθνους μας, και τέτοια πράγματα είναι “ξενόφερτες ιδέες”. Η ιστορία με την επιταγή, σε περίπτωση που αγωνιάτε, τελείωσε πηγαίνοντας στην Τράπεζα Πειραιώς, 100 μέτρα πιο κάτω, όπου την πλήρωσα στον λογαριασμό μου μέσα σε 5 λεπτά!

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Περί μυθολογίας

Λένε ότι όλοι οι μύθοι έχουν την βάση τους σε μια αληθινή ιστορία. Έτσι, ο Σλήμαν ανακάλυψε την μυθική Τροία και τις μυθικές Μυκήνες, ενώ όλοι οι άλλοι νόμιζαν ότι η Ιλιάδα ήταν απλώς ένα παραμύθι. Σκεφτήκατε ποτέ ποιά είναι η μυθολογία της εποχής μας; Ίσως σε 2000-3000 χρόνια από τώρα, η μυθολογία του 21ου αιώνα να περιέχει και την παρακάτω ιστορία.

Κάποτε ήταν μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα. Ήταν μια ευλογημένη γη. Οι άνθρωποι είχαν κληρονομήσει έναν μεγάλο πολιτισμό με ένδοξη ιστορία και έναν όμορφο τόπο να ζούνε. Οι άνθρωποι όμως, με το πες πες, σιγά σιγά το πήραν επάνω τους και την ευλογία των θεών την θεώρησαν δικό τους κατόρθωμα. Οι άνθρωποι έγιναν περήφανοι και πίστεψαν ότι δεν είχαν τίποτα να μάθουν από τους άλλους ανθρώπους, που τους έβλεπαν λίγο παρακατιανούς. Η ξιπασιά τους έφτασε σε τέτοιο σημείο, που ακόμα και οι άνθρωποι που υπηρετούσαν τους θεούς έπαψαν να σέβονται όχι μόνον τους νόμους των ανθρώπων, αλλά και τους νόμους των θεών. Και όταν κάποιος είναι περήφανος για κάτι, δυσκολεύεται και να το κρύψει. Έτσι άρχισαν να καυχόνται γι’ αυτά που ήταν περήφανοι: «Εγώ κορίτσι μου δουλεύω 2 ώρες την εβδομάδα καθαρίστρια στο Υπουργείο Οικονομικών και παίρνω πιο πολλά από σένα που σπούδασες!» «Εμείς όταν βγαίνουμε στην σύνταξη παίρνουμε πιο πολλά από όσα όταν δουλεύουμε!» «Α, εγώ είπα στις φίλες μου να με τηλεφωνούν στο γραφείο και όχι στο σπίτι, γιατί στο γραφείο όλη μέρα κάθομαι!»

«Α εσείς εδώ δουλεύετε! Στην Ελλάδα απολαμβάνουμε!» «Σιγά να μην είμαστε σαν εσάς τα κορόϊδα να πρέπει να δουλέψουμε 40 χρόνια για να βγούμε στην σύνταξη!»

«Αυτά που μας λες είναι ξενόφερτες ιδέες. Αυτοί ήταν ακόμα μαϊμούδες στα δέντρα όταν εμείς είχαμε πολιτισμό!»

Οι θεοί τα άκουγαν όλα αυτά και θύμωναν. Περίμεναν όμως μπας και βάλουν μυαλό οι κοκορόμυαλοι από μόνοι τους. Μια μέρα, ο βασιλιάς των θεών θύμωσε πολύ. Τους πέταξε τότε έναν κεραυνό. Οι άνθρωποι όμως εξακολούθησαν να μην καταλαβαίνουν: «Δεν φταίμε εμείς» είπαν! «Οι άλλοι μας ζηλεύουν και θέλουν να μας κάνουν κακό!» Τότε οι θεοί θύμωσαν ακόμα περισσότερο και έριξαν κι άλλους κεραυνούς. Οι άνθρωποι ξαφνικά κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά και κάτι πρέπει να γίνει. Άρχισαν λοιπόν να κάνουν θυσίες στους θεούς: «Σήμερα δεν θα δουλέψω. Θα αφιερώσω το μεροκάματο μου στους θεούς!» Άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους όλοι μαζί και να επικαλούνται τους θεούς, θυσιάζοντας τους τα μεροκάματα τους ομαδικά. Οι θεοί όμως δεν έπαιρναν από τέτοια. Οι κεραυνοί εξακολούθησαν να πέφτουν. Η γη καιγόταν. Ο τόπος ερήμωνε. Τα σκουπίδια στοιβάζονταν. Τα χωράφια έμεναν χέρσα. Τα καταστήματα κλειστά.

Τότε οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι για να εξευμενίσουν τους θεούς χρειάζονταν ανθρωποθυσίες. Διάλεξαν λοιπόν τρείς από τους καλύτερους τους, τρείς νέους και υγιείς ανθρώπους και τους προσέφεραν θυσία στους θεούς πάνω στον βωμό της πυράς.

Μετά από αυτό, οι θεοί ικανοποιήθηκαν. Έφεραν ηρεμία στον τόπο, και πάνω από όλα έδωσαν φώτιση στους ανθρώπους. Ο πωλητής δεν ξαναρώτησε «Με απόδειξη ή χωρίς απόδειξη;» Ο κομμωτής δεν ξαναείπε: «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δώσω απόδειξη γιατι μου τέλειωσε το χαρτί». Ο γιατρός δεν είπε στην καρκινοπαθή ογδονταπεντάχρονη που μόλις είχε εγχειρίσει στο ΙΚΑ, πετώντας την στα μούτρα τα 200 ευρώ που του έδωσε για την επίσκεψη: «Αυτά να τα πάρεις να πιείς καφέ με τις φιλενάδες σου! Εγώ σου έκανα εγχείρηση που εκτός ΙΚΑ θα σου είχε κοστίσει 3000 ευρώ. Θα μου δώσεις τουλάχιστο 1500!» Και η κυρά Κατίνα, η καρκινοπαθής, δεν πήγε την άλλη μέρα στο γραφείο του να του ακουμπήσει το αντίτιμο των τριών τελευταίων συντάξεων του ΙΚΑ, για να τον ευχαριστήσει. Γιατί στην διαφθορά χρειάζονται δύο: και η κυρά Κατίνα και ο γιατρός ήταν το ίδιο διεφθαρμένοι, αν και όχι το ίδιο ανήθικοι, και γι αυτό άλλωστε οι θεοί είχαν θυμώσει με όλους.

Μετά τις ανθρωποθυσίες λοιπόν, οι άνθρωποι έβαλαν μυαλό και άρχισαν να σέβονται τους νόμους των θεών και των ανθρώπων. Είδαν ότι το ότι ήταν κληρονόμοι ενός ένδοξου παρελθόντος δεν ήταν κατόρθωμα τους, για το οποίο μπορούσαν να αισθάνονται υπερηφάνια, αλλά μάλλον κάτι για το οποίο έπρεπε να αισθάνονται ευθύνη. Άρχισαν να σέβονται τους άλλους λαούς, που, με λιγότερο αξιόλογη πολιτιστική κληρονομιά από αυτούς, είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν πιο εύνομες κοινωνίες, με πολίτες με αυτοσεβασμό και αλληλοσεβασμό. Και οι άλλοι λαοί άρχισαν με την σειρά τους να τους πιστεύουν και να τους σέβονται επίσης.

Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αλλά βέβαια, αυτά λέει η μυθολογία, και η πραγματική ιστορία είναι πάντα λίγο πιο περίπλοκη από τον μύθο. Όλοι ξέρουμε ότι ούτε ο πόλεμος της Τροίας έγινε για την Ωραία Ελένη, ούτε ο πόλεμος του Ιρακ έγινε γιατί ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν κακός!



Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Περί αυγών, βοδιών και γραμμών

Κάποτε η Νέα Υόρκη ήταν η πρωτεύουσα του εγκλήματος ανά τον κόσμο. Καποτε. Ώσπου έγινε Δήμαρχος ο Τζουλιάνη και άλλαξε η κατάσταση. Ο Τζουλιάνη εφάρμοσε την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» («zero tolerance»). Και επέτυχε!
Ο Τζουλιάνη κατάλαβε ότι δεν είναι δυνατόν, από την στιγμή που έχεις νόμους, να λες «Αυτός ο νόμος δεν είναι και πολύ σημαντικός, δεν πειράζει και να τον παραβιάζουμε! Εκείνος ο νόμος όμως είναι, και θα πρέπει να τον σεβαστούμε.» Αν ξεκινήσουμε έτσι, πού θα τραβήξουμε την γραμμή για να ξεχωρίσουμε τους νόμους που σεβόμαστε από αυτούς που παραβιάζουμε; Και αν το κάνουμε αυτό, θα συμφωνήσουμε όλοι πού ακριβώς πρέπει να γίνει αυτός ο διαχωρισμός; Και αν συμφωνήσουμε και σ’ αυτό, υπάρχει λόγος να έχουμε νόμους που τους θεωρούμε του τύπου «Ώχ αδερφέ, δεν βαριέσαι;» Ας τους καταργήσουμε λοιπόν τελείως! Και τότε θα είναι πάλι κάποιοι νόμοι που θα μας φαίνονται λιγότερο σημαντικοί από τους άλλους, και ίσως θα αποφασίσουμε να τους καταργήσουμε και αυτούς. Είναι λίγο σαν το παιγνίδι που παίζουμε στην άμμο, όπου κάνουμε ένα βουναλάκι, μπήγουμε ένα ξυλάκι στην κορυφή, και τραβάμε με την παλάμη μας από την άκρη λίγο άμμο ο ένας μετά τον άλλον, μέχρι να πέσει το ξυλαράκι. Αυτός που θα κάνει το τελευταίο τράβηγμα είναι και ο χαμένος. Μόνο βέβαια που όλοι συμβάλαμε για να φτάσουμε εκεί και να καταρρεύσει και ο πιο ψηλός θεσμός της κοινωνίας μας.
Ας θυμηθούμε το παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά μας όταν ήμασταν παιδιά: Κάποτε ήταν ένα παιδί που έκλεψε ένα αυγό και το πήγε στην μάννα του. Εκείνη του είπε: «Μπράβο παιδί μου, καλά έκανες!». Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο κατάφερε και έκλεψε μια κότα και πάλι την πήγε στην μάννα του, που του είπε «μπράβο». Κάποτε το παιδί έφτασε στο να μπορεί να κλέψει ένα αρνί και η μάννα του δεν του είπε τίποτα. Ώσπου μια μέρα, την ώρα που έκλεβε ένα βόδι, τον έπιασαν και τον έστειλαν στην κρεμάλα! Εκεί λοιπόν που στεκόταν με την θηλιά στον λαιμό, ζήτησε να φιλήσει την μάννα του για τελευταία φορά. Όταν εκείνη πλησίασε, σκύβει ο γιός και χρατς, την δαγκώνει και κόβει το αυτί της! Έγινε σούσουρο, και τότε ο γιός είπε: «Αν όταν έκλεψα το πρώτο αυγό, η μάννα μου με είχε μαλώσει, δεν θα ήμουν εδώ τώρα μελλοθάνατος!»
Η πολιτική λοιπόν του Τζουλιάνη της μηδενικής ανοχής ίσως δεν ήταν δική του έμπνευση, αλλά η εφαρμογή κάποιων αρχών παλιών όσο και οι πέτρες: όταν μια κοινωνία τραβάει μια γραμμή και οριοθετεί κάτι, η γραμμή αυτή πρέπει να είναι το ίδιο σεβαστή είτε είναι χαραγμένη με κιμωλία είτε είναι ηλεκτροφορημένος φράκτης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα κάτι που χτυπάει στο μάτι του επισκέπτη όταν φτάνει στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα πράγματα που αντικρίζει μόλις μπαίνει στην χώρα είναι μια φαρδιά κίτρινη γραμμή ζωγραφισμένη στο πάτωμα, μπροστά στον έλεγχο διαβατηρίων. Έλα όμως που είτε είναι εκεί είτε όχι, ο μέσος Έλληνας ταξιδιώτης που επιστρέφει από τις διακοπές του, ούτε που χαμπαρίζει! Ό ίδιος όμως αυτός Έλληνας, όταν ήταν στην Ευρώπη, στάθηκε με ευλάβεια πίσω από την αντίστοιχη κίτρινη γραμμή και περίμενε υπομονετικά την σειρά του μέχρι να κληθεί να παρουσιάσει το διαβατήριο του στον υπάλληλο των συνόρων της ξένης χώρας. (Το περίεργο εδώ είναι ότι ο Έλληνας είναι διατεθημένος να σεβαστεί με ευλάβεια τους νόμους ενός ξένου λαού, δεν είναι όμως διατεθημένος να σεβαστεί τους νόμους του δικού του λαού, τους δικούς του νόμους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.) Ίσως η ανυπακοή εδώ είναι γιατί αυτή η κίτρινη γραμμή είναι μια γραμμή στην κατηγορία του αυγού, του «Ώχ αδερφέ, δεν βαριέσαι;». Ποιος νοιάζεται και αν παραβιαστεί! Και μετά έρχονται οι γραμμές στην κατηγορία της κότας: είναι αυτές που είναι ζωγραφισμένες στον δρόμο μπροστά από τα φανάρια της τροχαίας. Ίσως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν δέχονται να σταθούν πίσω από την κίτρινη γραμμή στο αεροδρόμιο, που τσούπ, χώνονται μπροστά σου όταν έχεις σταματήσει πίσω από την άσπρη γραμμή στο κόκκινο φανάρι, έτσι ώστε να μπορείς να το δείς μόλις αλλάξει και να ξεκινήσεις. Ίσως πάλι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν σέβονται τις διπλές άσπρες γραμμές στην μέση του δρόμου και κάνοντας αντικανονικές προσπεράσεις καταλήγουν με την θηλιά στον λαιμό, δυστυχώς όχι μόνον του δικού τους λαιμού, αλλά συχνά και αλλονών, μια και εκείνες οι γραμμές είναι πια στην κατηγορία του βοδιού!

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Περί βατραχόσουπας

Είναι γνωστό ότι αν βάλεις έναν βάτραχο μέσα σε μια κατσαρόλα νερό και την βάλεις να βράσει, ο βάτραχος τελικά θα πεθάνει. Αν όμως ρίξεις έναν βάτραχο μέσα σε μια κατσαρόλα με νερό που βράζει, ο βάτραχος θα πηδήξει αμέσως έξω και θα σωθεί! Η Ελλάδα για τους Έλληνες μοιάζει λίγο με το νερό που έρχεται σιγά σιγά σε βρασμό: αν είσαι μέσα, ούτε που το καταλαβαίνεις ότι η κατάσταση σιγά σιγά γίνεται αφόρητη. Aν όμως είσαι ένας βάτραχος που βουτάει μέσα στο καζάνι μετά από 33 χρόνια απουσίας, τότε τα πράγματα τα βλέπεις αλλιώς. Τώρα βέβαια, εσείς, που γνωρίζετε ότι εγώ επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από 33 χρόνια στην Αγγλία, θα νομίζετε ότι θα πηδήξω έξω από το καζάνι για να γλυτώσω. Λάθος. Δεν έχω κανέναν τέτοιο σκοπό: ήρθα γιατί κάποτε, όλα τα βατράχια πάνε στα καζάνια τους, φυσικά ή νοερά, και θα μείνω να βράσω μαζί με όλους τους βατράχους αυτού του καζανιού που λέγεται Ελλάδα.
Σαν βάτραχος όμως που έχει το προνόμιο να αντιληφθεί κάποια πράγματα που χτυπούν κατ’ ευθείαν στο μάτι του βουτηχτή-βατράχου όταν πέφτει μέσα στο καζάνι, νοιώθω την ανάγκη να μοιραστώ με τους βατράχους που ήταν πάντα μέσα στο καζάνι, και που δεν είχαν αυτό το προνόμιο, αυτές τις εντυπώσεις. Μόνο που συνήθως οι ντόπιοι βάτραχοι δεν θέλουν να ακούσουν! Αν μας επέτρεπαν εμάς, τα ξενόφερτα βατράχια, να πούμε τί βλέπουμε, ίσως να μπορούσαμε και εμείς, που αφήσαμε στην ξενιτιά πολλά πράγματα, μεγάλα κομμάτια της ζωής μας, γιατί αγαπάμε αυτό το καζάνι και θέλαμε να γυρίσουμε, ίσως, λέω, να μπορούσαμε να συμβάλλουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, λιγουλάκι, πάρα πολύ λιγουλάκι, στη εύρεση του τρίτου ενδεχόμενου της εξέλιξης του σεναρίου των βατράχων στην κατσαρόλα. Ίσως, αντί να γίνουν σούπα τα βατράχια, ή να πηδήξουν από το καζάνι όλα μαζί ομαδικά για να σωθούν, ίσως να υπάρχει κάτι άλλο που μπορούν να κάνουν: αν άρχιζαν να πηδάν μέσα στο καζάνι όλα τα βατράχια μαζί, ίσως να μπορούσαν να χύσουν το νερό που θα έσβηνε την φωτιά από κάτω και να γλύτωναν όλα μαζί την σουποποίηση!