Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Περί ψειροφαρμάκου

Κάποτε έφτασε σε ένα χωριό ένας πραματευτής που διαλαλούσε ότι πουλούσε φάρμακο για τις ψείρες. (Τον καιρό εκείνο οι ψείρες μάστιζαν την Ελλάδα, μια που αποτελούσαν το μεγαλύτερο πληθυσμιακά είδος κατοίκων της χώρας.) Οι χωρικοί αμέσως όρμησαν και αγόραζαν, αγόραζαν μέχρι που τέλειωσε η πραμάτεια. Καθώς ο πραματευτής έφευγε από το χωριό, κάποιος ξαφνικά σκέφτηκε ότι ο πραματευτής δεν τους είχε πει πώς να χρησιμοποιήσουν το φάρμακό. Του φώναξε λοιπόν: «Έ Πατριώτη, πώς το χρησιμοποιούν αυτό το φάρμακο;» Και ο πραματευτής απάντησε: «Να, πιάνεις την ψείρα, της ανοίγεις το στόμα, και το ρίχνεις μέσα!» Εδώ γελάνε! Τουλάχιστο, εδώ, ο πατέρας μου που έλεγε αυτήν την ιστορία έβαζε τα γέλια και περίμενε και το ακροατήριο του να κάνει το ίδιο. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που πρωτοάκουσα αυτήν την ιστορία και μόνον πρόσφατα κατάλαβα ότι η ιστορία είχε και συνέχεια. Τώρα πώς το κατάλαβα, θα σας το πω σε λίγο. Αρκεί για την ώρα να πω ότι την συνέχεια μου την ψιθύρισε το Άγιο Πνεύμα προχθές που άκουγα τις ειδήσεις. Ο άνθρωπος λοιπόν που είχε ακούσει τις οδηγίες χρήσης, έπιασε μια ψείρα για να της δώσει το φάρμακο. Μόνο που ήταν νομοταγής πολίτης, και ήξερε ότι δεν είχε το δικαίωμα να αναγκάσει την ψείρα να ανοίξει το στόμα της, σύμφωνα με το νόμο περί δικαιωμάτων των παρασίτων 666/0000, παράγραφος 42 περί ψειρικών δικαιωμάτων, υποπαράγραφος 147 περί διατροφικού εξαναγκασμού, ΦΕΚ 30/2/1000. Έτσι, παρακάλεσε την ψείρα να ανοίξει το στόμα της, αλλά η ψείρα δεν το άνοιγε! Κορόιδο ήταν; «Βρε σε παρακαλώ, βρε αμάν, βρε ζαμάν», τίποτα. Στο τέλος ο άνθρωπός μας άφησε την ψείρα να φύγει-«την απώθησε», όπως είπε αργότερα ο ίδιος ευχαριστημένος από τον εαυτό του! Εδώ σίγουρα δεν γελάνε.
«Ο κουκουλοφόρος που εισέβαλε στο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Πατρών, την ώρα που μιλούσε ο Νομπελίστας Τζέιμς Γουότσον και προσπάθησε να τον επιτεθεί με λοστό, εξουδετερώθηκε από τους εκατοντάδες παρευρισκομένους, και απωθήθηκε» είπαν οι ειδήσεις! Προφανώς, οι εκατοντάδες παρευρισκόμενοι, σεβόμενοι τα παρασιτικά του δικαιώματα, δεν του έβγαλαν την κουκούλα ούτε τον κράτησαν να τον παραδώσουν στην αστυνομία, μια και το Πανεπιστήμιο Πατρών έχει το Πανεπιστημιακό άσυλο για να προστατεύει τους κουκουλοφόρους, αλλά όχι τους Νομπελίστες επισκέπτες ομιλητές. Κατόπιν αυτού, το Πανεπιστήμιο διαμαρτυρήθηκε έντονα στα μέσα ενημέρωσης για την κατάχρηση του Πανεπιστημιακού ασύλου και έκανε μήνυση κατ’ αγνώστων για τον τραυματισμό αυτών που χτυπήθηκαν κατά την προσπάθεια εξουδετέρωσης του κουκουλοφόρου.
Όσο για την ιστορία με το ψειροφάρμακο, έχει και συνέχεια: Ο άνθρωπος, αφού άφησε την ψείρα να φύγει σεβόμενος τα ψειρικά της δικαιώματα, κρέμασε μια ταμπέλα γύρω από τον λαιμό του που έλεγε: «Ευγενική παράκληση. Οι κυρίες ψείρες παρακαλούνται να μην έρχονται να ζήσουν στο ταλαιπωρημένο μου κορμί. Ευχαριστώ για την κατανόηση». Κατόπιν αυτού έκανε μήνυση κατά παντός υπευθύνου, κατά των αγνώστων ψειρών που τον βασάνιζαν και κατά του αγνώστου πραματευτή που τον είχε κοροϊδέψει. Ούτε εδώ γελάνε. Εδώ κλαίνε!

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Περί ψόφιων αλόγων

Οι Άγγλοι λένε “Do not flog a dead horse”, δηλαδή «Μην δέρνεις ένα ψόφιο άλογο». Η αλήθεια είναι ότι ο κλάδος των Δημοσίων Υπαλλήλων έχει φάει τόσο ξύλο τελευταία, που καιρός είναι να πούμε και κάτι άλλο, κάτι καλό και αισιόδοξο. Τους δημοσίους υπαλλήλους που γνωρίσαμε όλοι μας καλύτερα από τον καθένα ήταν οι δάσκαλοι που μας δίδαξαν στα μαθητικά μας χρόνια. Και ναι μεν, πολλοί από αυτούς ήταν γαϊδούρια και αξίζουν το ξύλο που τρώει τώρα το δημοσιουπαλληλίκι, αλλά δεν ήταν όλοι. Όλοι μας μπορούμε να θυμηθούμε κάποιους δασκάλους που είχαμε και που άφησαν ανεξήτιλα σημάδια στην μνήμη μας, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα μας. Πώς να ξεχάσω τον κύριο Κυριατζίδη, τον φιλόλογο, που όταν μας διάβαζε ένα αντιρατσιστικό κείμενο η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια δεν θυμάμαι πια ούτε ποιο κείμενο ήταν ούτε ποιος το είχε γράψει. Μια φράση μόνον μου έμεινε: «Όλοι οι άνθρωποι ρίχνουν μια σκιά πίσω τους, και αυτή για όλους είναι μαύρη.». Πώς να ξεχάσω την κυρία Εξήκη την φιλόλογο που μας δίδασκε με τόσο πάθος τους διαλόγους σχετικά με την καταδίκη του Σωκράτη, που το μυαλό των 15 χρόνων μου τότε είχε πεισθεί ότι αν η ίδια βρισκόταν στην θέση του Σωκράτη και αυτή θα είχε διαλέξει να πιει το κώνειο παρά να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία είχε ζέσει όλη της την ζωή! Πώς να ξεχάσω την κυρία Τσίνγκου που μας δίδασκε γεωλογία με όλο το είναι της, χρησιμοποιώντας όλο το σώμα της και με τα χέρια της να κυματίζουν στον αέρα για να μας εξηγήσει τί είναι τα συγκλινή και τα αντικλινή πετρώματα. Ή την δεσποινίδα Αβραμίδου, που μας έκανε Αγγλικά, που κάποτε στον σχολικό εκκλησιασμό που με είδε όρθια να ταλαντεύομαι από την κούραση, σηκώθηκε και μου έδωσε την θέση της! Ή μήπως την κυρία Μασσαλά που με το μεράκι της για τα Μαθηματικά μου έκανε να τα αγαπήσω ακόμα περισσότερο, αλλά και να μάθω ότι το να κοπανίσεις το αυτοκίνητο σου στον τοίχο σε μια στιγμή απροσεξίας και να στραπατσάρεις τον προφυλακτήρα δεν είναι τίποτα το σπουδαίο: «Οι προφυλακτήρες γι’ αυτό είναι!» είπε ψύχραιμα όταν της συνέβη. Και είναι και άλλοι άνθρωποι που μας έμειναν στην μνήμη όχι για κάτι συγκεκριμένο, γιατί ίσως δεν προλάβαμε να τους γνωρίσουμε καλά, αλλά απλώς για την αξιοπρέπεια τους, όπως η κυρία Φούκα, που πέρασε από το σχολείο μας σαν κομήτης για μια μόνον χρονιά και όμως η αξιοπρέπεια της στα μάτια των δεκατριών χρονών που ήμουν τότε την έκανε να ξεχωρίζει.
Αλλά μήπως οι καλοί δάσκαλοι, οι καλοί δημόσιοι υπάλληλοι τελείωσαν; Όχι βέβαια! Ξέρω και τώρα φωτεινά παραδείγματα που κάνουν τον τόπο να πηγαίνει μπροστά και εμπνέουν τις νέες γενιές. Για παράδειγμα το προσωπικό του 2ου Λύκειο Ιλίου, που πρόσφατα έγινε πρότυπο σχολείο σε αναγνώριση της σκληρής δουλειάς των δασκάλων του, που έχουν δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον που θα το ζήλευε και το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο του εξωτερικού, και που είναι βέβαια δημόσιοι υπάλληλοι. Ας μην πηδάμε λοιπόν σε φαρδιές βούρτσες όταν βάφουμε τον κόσμο: ο κάθε δάσκαλος που αναλαμβάνει την βιβλιοθήκη του σχολείου δεν το κάνει για να «την αράξει», αλλά είναι πολλοί που το κάνουν με μεράκι για να προσφέρουν κάτι. Ο κάθε δάσκαλος που αποφασίζει να κάνει διδακτορικό δεν το κάνει για να αποφύγει την διδασκαλία-ξέρω μερικούς που έκαναν το διδακτορικό παράλληλα με την διδασκαλία και παραμένοντας στην θέση τους εξακολουθούν να εμπνέουν τα παιδιά. Ξέρω επίσης δασκάλους που δουλεύουν σε σχολεία με μεγάλο αριθμό παιδιών ή και ενηλίκων από μη προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας, όπως παράνομοι ή και νόμιμοι μετανάστες, που σκύβουν με αγάπη πάνω από τα προβλήματα του κάθε μαθητή και ξέρουν ότι το να τα ακούσουν και να τα συζητήσουν μαζί τους είναι ίσως πιο σημαντικό από το να τους μάθουν να λύνουν μια δευτεροβάθμια εξίσωση. Αυτοί οι δάσκαλοι είναι ίσως η μειονότητα, αλλά είναι αυτοί στους οποίους βασιζόμαστε για ένα καλύτερο μέλλον. Και είναι και αυτοί από τους ανθρώπους που έχασαν πρόσφατα το 25% του μισθού τους, χωρίς όμως φωνές και διαμαρτυρίες, γιατί αυτοί καταλαβαίνουν. Συνήθως είναι οι άλλοι, εκείνοι που δεν αξίζουν τον μισθό τους, που φωνάζουν δυνατά, με αγανάκτηση, για την αδικία που τους γίνεται. Αλλά εκείνοι είναι ήδη καταδικασμένοι στο μυαλό του κόσμου, ψόφια άλογα στην μνήμη των μαθητών που πέρασαν ή περνούν από τα χέρια τους, και δεν αξίζει τον κόπο να τους ξυλοφορτώνουμε παραπάνω.
Μαρία Πέτρου