Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Περί θαυματουργικής λαιμητόμου και άλλων τραγικών παρεξηγήσεων

Όταν ήμουν μικρή μας έκαναν άσφαλτο τον κεντρικό δρόμο κοντά στο σπίτι μας, και μας οριοθέτησαν τις διαβάσεις των πεζών. Η δασκάλα στο σχολείο μας είπε ότι ο δρόμος μας τώρα έχει διαβάσεις. Όταν πήγα στο σπίτι, ρώτησα την μαμά μου τί θα πει διάβαση. Η μαμά μου, με όλον τον κυνισμό που χαρακτήριζε τους περισσότερους Έλληνες της γενιάς της σχετικά με ευνομία και κυβερνητικές διατάξεις, μου απάντησε: “Αν σε σκοτώσει το αυτοκίνητο εκεί, σε πληρώνει. Αν σε σκοτώσει αλλού, δεν σε πληρώνει.” Την εξήγηση αυτή την άκουσα ξανά και ξανά από όλους του “ιθύνοντες” μεγάλους γύρω μου. Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να μου πει: “Παιδί μου, στην διάβαση έχει προτεραιότητα ο πεζός, και αν είσαι εσύ ο οδηγός του αυτοκινήτου, θα πρέπει να τον αφήνεις να περνάει πρώτος.” Γενιές από Ελληνόπουλα μεγάλωσαν μ' αυτήν την παρεξήγηση, για να γίνουν οδηγοί που δεν ξέρουν τι θα πει διάβαση, και που παρερμηνεύουν τα θέματα ασφάλειας σαν θέματα του ποιός πληρώνει.

Έτσι, όταν ήρθαν φίλοι από την Ελλάδα να με επισκεφτούν στην Αγγλία, και στο αυτοκίνητο μου τους ζήτησα να φορέσουν τις ζώνες ασφαλείας, η αυθόρμητη αντίδραση τους γεμάτη κατανόηση ήταν: “Έχει βαριά πρόστιμα εδώ ε;” “Όχι”, τους απάντησα, “απλώς είναι θέμα ασφάλειας.” “Α! ναι... φυσικά...” είπαν με φωνή που έδειχνε ότι από μέσα τους έλεγαν “Ώχ καημένη και σύ, τι σχολάρας που είσαι...”.

Όταν δε ήρθα στην Ελλάδα και με παρέλαβαν φίλοι στο αεροδρόμιο, και βρεθήκαμε να τρέχουμε στην Κατεχάκη με πάνω από 100 χιλιόμετρα την ώρα, η κυρία που οδηγούσε μου εξήγησε μάλλον απολογητικά: “Να εδώ, τραβάμε λίγο την ζώνη για να φαίνεται απέξω ότι δήθεν την φοράμε, να μην φάμε και κανένα πρόστιμο.” Αυτό μου θύμισε ένα αστείο που λέγαμε όταν ήμασταν φοιτητές: “Σήμερα ξεγέλασα τον περιπτερά μου: του πέρασα ένα εικοσάρικο για δίφραγκο!”

Ήταν και ένας ταξιτζής που με πήγε στο αεροδρόμιο κάποια άλλη φορά, και ενοχλήθηκε γιατί τράβηξα να βγάλω την ζώνη που την είχε στριμώξει στο κάθισμα να είναι ίσια σαν σιδερωμένη και αχρησιμοποίητη. “Δεν χρειάζεται!” μου είπε. Και όταν εγώ αγνόησα την μυστική συμφωνία που είχε με τον Θεό, ότι δεν θα χρειαστεί να πατήσει απότομα φρένο στην συγκεκριμένη διαδρομή και να με εξφενδονίσει από το παρμπρίτζ όπως τον άνθρωπο-σφαίρα που έριχναν από το κανόνι στο τσίρκο που μας πήγαιναν όταν ήμασταν παιδιά, και έβαλα την ζώνη, μόλις κατέβηκα, κατέβηκε και αυτός από την θέση του, να έρθει γύρω γύρω και να τραβήξει και να ξαναστουμπώσει την ζώνη πίσω καλά, μπας και κανένας άλλος υποχόνδριος επιβάτης είχε την φαεινή ιδέα να την χρησιμοποιήσει και αυτός αμφισβητώντας την συμφωνία του με τον Ύψιστο. Ήταν η ίδια λογική με την οποία το παιχνίδι που είχα αγοράσει κάποτε για ένα ανιψάκι μου, πήγε κατευθείαν στην ντουλάπα “για να μην το χαλάσει το παιδί παίζοντας”. Χρόνια αργότερα, οι γονείς του παιδιού (που δεν ήταν πια παιδί) μου το έδειξαν περήφανοι που το παιχνίδι δεν χάλασε ποτέ, μιας και είχε μείνει στην ντουλάπα για πάντα (ίσως για να το παίζει ο γιός τους ως ενήλικας-ποιός ξέρει;).

'Οταν λοιπόν ήρθε μια φίλη μου με τα παιδιά της στο Λονδίνο να με επισκεφτούν, και επειδή τα μικρά αρνούντο να φορέσουν τις ζώνες, για να τα πείσω να τις βάλουν, τους είπα ότι το αυτοκίνητο μου είναι ειδικό και δεν ξεκινάει αν δεν φορούν όλοι οι επιβάτες τις ζώνες τους. Τα μικρά το πίστεψαν, και ήταν έτοιμα να τις βάλουν, όταν επενέβη η μαμά που δεν ήθελε άνθρωποι σαν και μένα να αποβλακώνουν τα παιδιά της: “Τι ανοησίες είναι αυτές που λες στα παιδιά. Παιδιά, αυτά είναι χαζομάρες! Δεν υπάρχουν τέτοια αυτοκίνητα!” Αυτό μου θύμισε την ιστορία ενός Γάλλου, ενός Άγγλου και ενός Ιρλανδού που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο δι' αποκεφαλισμού από την Γαλλική επανάσταση. Όταν λοιπόν πήγαν να τους εκτελέσουν, βάζουν πρώτα το κεφάλι του Γάλλου στο κούτσουρο και ξαμολάν την γκιλοτίνα. Γκρατς, γκρατς, τίποτα. Το μαχαίρι δεν έπεφτε. Λένε λοιπόν οι γύρω: “Θαύμα, θαύμα, ο Θεός τον λυπήθηκε! Ας του χαρίσουμε την ζωή!”. Πράγματι, ο Γάλλος αφέθηκε ελεύθερος μια και ο Θεός είχε κάνει το θαύμα του. Μετά ήρθε η σειρά του Άγγλου. Το κεφάλι στο ξύλο. Η γκιλοτίνα απελευθερώνεται. Γρατς, γκρατς, τίποτα. Το μαχαίρι παραμένει στην θέση του. “Θαύμα, θαύμα, ο Θεός τον λυπήθηκε! Ας του χαρίσουμε την ζωή!”. Την γλύτωσε και ο Άγγλος. Έρχεται μετά η σειρά του Ιρλανδού. Κεφάλι στο ξύλο, τράβηγμα της ασφάλειας, τίποτα η γκιλοτίνα. Το μαχαίρι δεν πέφτει! “Θαύμα, θαύμα...” και βγάζουν τον Ιρλανδό από το ξύλο του αποκεφαλισμού. Οπότε, έξυπνος αυτός, κοιτάζει προσεκτικά την γκιλοτίνα και λέει: “Τι θαύμα και ξεθαύμα λέτε βρε χαζοί! Ένα ξυλάκι σκάλωσε στην αυλακιά και δεν αφήνει το μαχαίρι να πέσει! Θα σας την φκιάξω εγώ!”

Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Περί “Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε” και άλλων τραγικών συμβάντων της ζωής

Σήμερα πήγα στο τοπικό υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας για να πληρώσω μία επιταγή στον λογαριασμό μου. Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν εξαιρετικές: “Ευχαριστούμε που δεν καπνίζετε” παντού στους τοίχους, καρέκλες για να καθίσεις και μηχάνημα να πάρεις αριθμό προτεραιότητας.

Καθώς καθόμουνα και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου, ξαφνικά μου ήρθε μία μυρωδιά καπνού! Όλα τα λαμπάκια άναψαν στο κεφάλι μου! Με απόγνωση πρόσεξα ότι αυτός που κάπνιζε ήταν η ταμίας που θα με εξυπηρετούσε! Αναρωτήθηκα, να την καταγγείλω άραγε στον διευθυντή της; Μετά σκέφτηκα ότι αυτό είναι μάλλον πολύ δραστικό. Αντί γι' αυτό, αποφάσισα να περιμένω να με εξυπηρετήσει πρώτα και μετά να της πω φεύγοντας: “Ευχαριστώ που δεν καπνίζετε!” Καλύτερα να μην πω τίποτα τώρα, μια και κάθεται από “την σωστή μεριά του γραφείου” και πού ξέρεις τί θα κάνει αν θυμώσει μαζί μου! Όταν έφτασε λοιπόν η σειρά μου, και αφού της εξήγησα την υπόθεση μου μεταξύ ενός παφ και ενός πουφ, μου είπε ότι χρειάζομαι να πάρω την υπογραφή της προϊσταμένης της.

Όταν πήγα στην προϊστάμενη, κάθισα υπομονετικά και περίμενα την σειρά μου. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Αναρωτήθηκα: ξέρει άραγε ότι μία υπάλληλος της καπνίζει παράνομα; Δεν πρόλαβα να απαντήσω όταν την είδα να σηκώνει ένα αναμμένο τσιγάρο πίσω από τον κομπιούτερ της και να παίρνει ένα βαθύ παφ και ένα ακόμα πιο βαθύ πουφ. Κοίταξα γύρω μου: τασάκια σε κάθε γραφείο! Να μην τα πολυλογώ, μεταξύ δύο τηλεφωνημάτων, ενός παφ και ενός πουφ, πήρα εντολή να απευθυνθώ στην διευθύντρια.

Πήγα και περίμενα όρθια και υπομονετικά μέχρι η κυρία διευθύντρια να με προσέξει και να πεi στο τηλέφωνο: “Μαμά θα σε πάρω σε ένα λεπτό γιατί έχω δουλειά!” (Ευτυχώς υπάρχει και το φιλότιμο!) Η κυρία διευθύντρια λοιπόν, αφού ξαπέστειλε την μαμά, και πήρε ένα παφ, με έγνευσε να την ακολουθήσω πίσω στην προϊσταμένη ενώ εξέπνεε το πουφ. Η προϊσταμένη μας άφησε να περιμένουμε για περίπου δύο λεπτά σε στάση freeze-frame, καθώς η διευθύντρια έσκυψε να της δείξει την επιταγή μου και εγώ περίμενα στην άκρη όσο πιο ταπεινά γινόταν. Το πρόβλημα ήταν η Κικίτσα που την κρατούσε στο τηλέφωνο για κάποιο προφανώς σοβαρό θέμα, μέχρι που η προϊσταμένη της είπε: “Κικίτσα, θα σε πάρω σε ένα λεπτό, έχω δουλειά τώρα.” Οι δύο κυρίες, αφού αντάλλαξαν μερικές φράσεις, μου εξήγησαν ότι δεν μπορούσαν να πάρουν την επιταγή μου γιατί ο λογαριασμός μου είχε ανοιχτεί στο υποκατάστημα της Νέας Κρήνης, και μόνον εκεί μπορούσε να πληρωθεί η επιταγή!

'Ετσι, μετά από μία ώρα που πέρασα αναπνέοντας την βρωμιά του καπνίζοντος υπαλληλικού προσωπικού, ούτε λίγο ούτε πολύ έμαθα ότι στην Εθνική τράπεζα οι κομπιούτερς χρησιμοποιούνται σαν ένδοξες αριθμομηχανές και τίποτα περισσότερο! Και αν είχα ανοίξει τον λογαριασμό μου στο υποκατάστημα της Άνω Βραχούλας, θα έπρεπε να πάρω αεροπλάνα, τρένα, βαπόρια, ελικόπτερα ή και αερόστατα για να εξυπηρετηθώ; Φανταστείτε: μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τον κομπιούτερ σας για να μιλήσετε με τον Ρονγκ-Τσούν στην Κεντρική Κίνα, ή να αγοράσετε ένα εισιτήριο από το Λονδίνο στο Τιμπακτού, αλλά δεν μπορείτε να καταθέσετε μία επιταγή στον λογαριασμό σας, αν δεν πάτε αυτοπροσώπως στο υποκατάστημα που είχατε την ατυχία να ανοίξετε τον λογαριασμό σας!

Επιγραφές που μας ευχαριστούν που δεν καπνίζουμε, αλλά μας φλομώνουν στην βρωμιά τους, κομπιούτερς που χρησιμοποιούνται σαν σούπερ-ντούπερ αριθμομηχανές, και μαμάδες και Κικίτσες που ενώ ξέρουν ότι το νούμερο που παίρνουν είναι το νούμερο της δουλειάς και ενώ ξέρουν ότι είναι ώρα εργάσιμη, σηκώνουν το τηλέφωνο και πιάνουν την κουβεντούλα! Αλλά ίσως, δεν φταίνε αυτές. Ίσως οι κυρίες μεταξύ ενός παφ και ενός πουφ θα έπρεπε να τις είχαν πει: “Μαμά, είσαι ξαπλωμένη στο πάτωμα ανήμπορη να σηκωθείς; Είσαι στο νοσοκομείο, στο νεκροτομείο ή το ανατομείο; Αν όχι, μην παίρνεις αυτό το νούμερο! Είναι της δουλειάς μου και εγώ σέβομαι τους συνανθρώπους μου!” Αλλά βέβαια, η Εθνική μας τράπεζα έχει όλα τα χαρακτηριστικά του έθνους μας, και τέτοια πράγματα είναι “ξενόφερτες ιδέες”. Η ιστορία με την επιταγή, σε περίπτωση που αγωνιάτε, τελείωσε πηγαίνοντας στην Τράπεζα Πειραιώς, 100 μέτρα πιο κάτω, όπου την πλήρωσα στον λογαριασμό μου μέσα σε 5 λεπτά!

Μαρία Πέτρου

Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Περί μυθολογίας

Λένε ότι όλοι οι μύθοι έχουν την βάση τους σε μια αληθινή ιστορία. Έτσι, ο Σλήμαν ανακάλυψε την μυθική Τροία και τις μυθικές Μυκήνες, ενώ όλοι οι άλλοι νόμιζαν ότι η Ιλιάδα ήταν απλώς ένα παραμύθι. Σκεφτήκατε ποτέ ποιά είναι η μυθολογία της εποχής μας; Ίσως σε 2000-3000 χρόνια από τώρα, η μυθολογία του 21ου αιώνα να περιέχει και την παρακάτω ιστορία.

Κάποτε ήταν μια χώρα που την έλεγαν Ελλάδα. Ήταν μια ευλογημένη γη. Οι άνθρωποι είχαν κληρονομήσει έναν μεγάλο πολιτισμό με ένδοξη ιστορία και έναν όμορφο τόπο να ζούνε. Οι άνθρωποι όμως, με το πες πες, σιγά σιγά το πήραν επάνω τους και την ευλογία των θεών την θεώρησαν δικό τους κατόρθωμα. Οι άνθρωποι έγιναν περήφανοι και πίστεψαν ότι δεν είχαν τίποτα να μάθουν από τους άλλους ανθρώπους, που τους έβλεπαν λίγο παρακατιανούς. Η ξιπασιά τους έφτασε σε τέτοιο σημείο, που ακόμα και οι άνθρωποι που υπηρετούσαν τους θεούς έπαψαν να σέβονται όχι μόνον τους νόμους των ανθρώπων, αλλά και τους νόμους των θεών. Και όταν κάποιος είναι περήφανος για κάτι, δυσκολεύεται και να το κρύψει. Έτσι άρχισαν να καυχόνται γι’ αυτά που ήταν περήφανοι: «Εγώ κορίτσι μου δουλεύω 2 ώρες την εβδομάδα καθαρίστρια στο Υπουργείο Οικονομικών και παίρνω πιο πολλά από σένα που σπούδασες!» «Εμείς όταν βγαίνουμε στην σύνταξη παίρνουμε πιο πολλά από όσα όταν δουλεύουμε!» «Α, εγώ είπα στις φίλες μου να με τηλεφωνούν στο γραφείο και όχι στο σπίτι, γιατί στο γραφείο όλη μέρα κάθομαι!»

«Α εσείς εδώ δουλεύετε! Στην Ελλάδα απολαμβάνουμε!» «Σιγά να μην είμαστε σαν εσάς τα κορόϊδα να πρέπει να δουλέψουμε 40 χρόνια για να βγούμε στην σύνταξη!»

«Αυτά που μας λες είναι ξενόφερτες ιδέες. Αυτοί ήταν ακόμα μαϊμούδες στα δέντρα όταν εμείς είχαμε πολιτισμό!»

Οι θεοί τα άκουγαν όλα αυτά και θύμωναν. Περίμεναν όμως μπας και βάλουν μυαλό οι κοκορόμυαλοι από μόνοι τους. Μια μέρα, ο βασιλιάς των θεών θύμωσε πολύ. Τους πέταξε τότε έναν κεραυνό. Οι άνθρωποι όμως εξακολούθησαν να μην καταλαβαίνουν: «Δεν φταίμε εμείς» είπαν! «Οι άλλοι μας ζηλεύουν και θέλουν να μας κάνουν κακό!» Τότε οι θεοί θύμωσαν ακόμα περισσότερο και έριξαν κι άλλους κεραυνούς. Οι άνθρωποι ξαφνικά κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά και κάτι πρέπει να γίνει. Άρχισαν λοιπόν να κάνουν θυσίες στους θεούς: «Σήμερα δεν θα δουλέψω. Θα αφιερώσω το μεροκάματο μου στους θεούς!» Άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους όλοι μαζί και να επικαλούνται τους θεούς, θυσιάζοντας τους τα μεροκάματα τους ομαδικά. Οι θεοί όμως δεν έπαιρναν από τέτοια. Οι κεραυνοί εξακολούθησαν να πέφτουν. Η γη καιγόταν. Ο τόπος ερήμωνε. Τα σκουπίδια στοιβάζονταν. Τα χωράφια έμεναν χέρσα. Τα καταστήματα κλειστά.

Τότε οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι για να εξευμενίσουν τους θεούς χρειάζονταν ανθρωποθυσίες. Διάλεξαν λοιπόν τρείς από τους καλύτερους τους, τρείς νέους και υγιείς ανθρώπους και τους προσέφεραν θυσία στους θεούς πάνω στον βωμό της πυράς.

Μετά από αυτό, οι θεοί ικανοποιήθηκαν. Έφεραν ηρεμία στον τόπο, και πάνω από όλα έδωσαν φώτιση στους ανθρώπους. Ο πωλητής δεν ξαναρώτησε «Με απόδειξη ή χωρίς απόδειξη;» Ο κομμωτής δεν ξαναείπε: «Δυστυχώς δεν μπορώ να σας δώσω απόδειξη γιατι μου τέλειωσε το χαρτί». Ο γιατρός δεν είπε στην καρκινοπαθή ογδονταπεντάχρονη που μόλις είχε εγχειρίσει στο ΙΚΑ, πετώντας την στα μούτρα τα 200 ευρώ που του έδωσε για την επίσκεψη: «Αυτά να τα πάρεις να πιείς καφέ με τις φιλενάδες σου! Εγώ σου έκανα εγχείρηση που εκτός ΙΚΑ θα σου είχε κοστίσει 3000 ευρώ. Θα μου δώσεις τουλάχιστο 1500!» Και η κυρά Κατίνα, η καρκινοπαθής, δεν πήγε την άλλη μέρα στο γραφείο του να του ακουμπήσει το αντίτιμο των τριών τελευταίων συντάξεων του ΙΚΑ, για να τον ευχαριστήσει. Γιατί στην διαφθορά χρειάζονται δύο: και η κυρά Κατίνα και ο γιατρός ήταν το ίδιο διεφθαρμένοι, αν και όχι το ίδιο ανήθικοι, και γι αυτό άλλωστε οι θεοί είχαν θυμώσει με όλους.

Μετά τις ανθρωποθυσίες λοιπόν, οι άνθρωποι έβαλαν μυαλό και άρχισαν να σέβονται τους νόμους των θεών και των ανθρώπων. Είδαν ότι το ότι ήταν κληρονόμοι ενός ένδοξου παρελθόντος δεν ήταν κατόρθωμα τους, για το οποίο μπορούσαν να αισθάνονται υπερηφάνια, αλλά μάλλον κάτι για το οποίο έπρεπε να αισθάνονται ευθύνη. Άρχισαν να σέβονται τους άλλους λαούς, που, με λιγότερο αξιόλογη πολιτιστική κληρονομιά από αυτούς, είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν πιο εύνομες κοινωνίες, με πολίτες με αυτοσεβασμό και αλληλοσεβασμό. Και οι άλλοι λαοί άρχισαν με την σειρά τους να τους πιστεύουν και να τους σέβονται επίσης.

Και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αλλά βέβαια, αυτά λέει η μυθολογία, και η πραγματική ιστορία είναι πάντα λίγο πιο περίπλοκη από τον μύθο. Όλοι ξέρουμε ότι ούτε ο πόλεμος της Τροίας έγινε για την Ωραία Ελένη, ούτε ο πόλεμος του Ιρακ έγινε γιατί ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν κακός!



Μαρία Πέτρου

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Περί αυγών, βοδιών και γραμμών

Κάποτε η Νέα Υόρκη ήταν η πρωτεύουσα του εγκλήματος ανά τον κόσμο. Καποτε. Ώσπου έγινε Δήμαρχος ο Τζουλιάνη και άλλαξε η κατάσταση. Ο Τζουλιάνη εφάρμοσε την πολιτική της «μηδενικής ανοχής» («zero tolerance»). Και επέτυχε!
Ο Τζουλιάνη κατάλαβε ότι δεν είναι δυνατόν, από την στιγμή που έχεις νόμους, να λες «Αυτός ο νόμος δεν είναι και πολύ σημαντικός, δεν πειράζει και να τον παραβιάζουμε! Εκείνος ο νόμος όμως είναι, και θα πρέπει να τον σεβαστούμε.» Αν ξεκινήσουμε έτσι, πού θα τραβήξουμε την γραμμή για να ξεχωρίσουμε τους νόμους που σεβόμαστε από αυτούς που παραβιάζουμε; Και αν το κάνουμε αυτό, θα συμφωνήσουμε όλοι πού ακριβώς πρέπει να γίνει αυτός ο διαχωρισμός; Και αν συμφωνήσουμε και σ’ αυτό, υπάρχει λόγος να έχουμε νόμους που τους θεωρούμε του τύπου «Ώχ αδερφέ, δεν βαριέσαι;» Ας τους καταργήσουμε λοιπόν τελείως! Και τότε θα είναι πάλι κάποιοι νόμοι που θα μας φαίνονται λιγότερο σημαντικοί από τους άλλους, και ίσως θα αποφασίσουμε να τους καταργήσουμε και αυτούς. Είναι λίγο σαν το παιγνίδι που παίζουμε στην άμμο, όπου κάνουμε ένα βουναλάκι, μπήγουμε ένα ξυλάκι στην κορυφή, και τραβάμε με την παλάμη μας από την άκρη λίγο άμμο ο ένας μετά τον άλλον, μέχρι να πέσει το ξυλαράκι. Αυτός που θα κάνει το τελευταίο τράβηγμα είναι και ο χαμένος. Μόνο βέβαια που όλοι συμβάλαμε για να φτάσουμε εκεί και να καταρρεύσει και ο πιο ψηλός θεσμός της κοινωνίας μας.
Ας θυμηθούμε το παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά μας όταν ήμασταν παιδιά: Κάποτε ήταν ένα παιδί που έκλεψε ένα αυγό και το πήγε στην μάννα του. Εκείνη του είπε: «Μπράβο παιδί μου, καλά έκανες!». Όταν το παιδί μεγάλωσε λίγο κατάφερε και έκλεψε μια κότα και πάλι την πήγε στην μάννα του, που του είπε «μπράβο». Κάποτε το παιδί έφτασε στο να μπορεί να κλέψει ένα αρνί και η μάννα του δεν του είπε τίποτα. Ώσπου μια μέρα, την ώρα που έκλεβε ένα βόδι, τον έπιασαν και τον έστειλαν στην κρεμάλα! Εκεί λοιπόν που στεκόταν με την θηλιά στον λαιμό, ζήτησε να φιλήσει την μάννα του για τελευταία φορά. Όταν εκείνη πλησίασε, σκύβει ο γιός και χρατς, την δαγκώνει και κόβει το αυτί της! Έγινε σούσουρο, και τότε ο γιός είπε: «Αν όταν έκλεψα το πρώτο αυγό, η μάννα μου με είχε μαλώσει, δεν θα ήμουν εδώ τώρα μελλοθάνατος!»
Η πολιτική λοιπόν του Τζουλιάνη της μηδενικής ανοχής ίσως δεν ήταν δική του έμπνευση, αλλά η εφαρμογή κάποιων αρχών παλιών όσο και οι πέτρες: όταν μια κοινωνία τραβάει μια γραμμή και οριοθετεί κάτι, η γραμμή αυτή πρέπει να είναι το ίδιο σεβαστή είτε είναι χαραγμένη με κιμωλία είτε είναι ηλεκτροφορημένος φράκτης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα κάτι που χτυπάει στο μάτι του επισκέπτη όταν φτάνει στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα πράγματα που αντικρίζει μόλις μπαίνει στην χώρα είναι μια φαρδιά κίτρινη γραμμή ζωγραφισμένη στο πάτωμα, μπροστά στον έλεγχο διαβατηρίων. Έλα όμως που είτε είναι εκεί είτε όχι, ο μέσος Έλληνας ταξιδιώτης που επιστρέφει από τις διακοπές του, ούτε που χαμπαρίζει! Ό ίδιος όμως αυτός Έλληνας, όταν ήταν στην Ευρώπη, στάθηκε με ευλάβεια πίσω από την αντίστοιχη κίτρινη γραμμή και περίμενε υπομονετικά την σειρά του μέχρι να κληθεί να παρουσιάσει το διαβατήριο του στον υπάλληλο των συνόρων της ξένης χώρας. (Το περίεργο εδώ είναι ότι ο Έλληνας είναι διατεθημένος να σεβαστεί με ευλάβεια τους νόμους ενός ξένου λαού, δεν είναι όμως διατεθημένος να σεβαστεί τους νόμους του δικού του λαού, τους δικούς του νόμους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.) Ίσως η ανυπακοή εδώ είναι γιατί αυτή η κίτρινη γραμμή είναι μια γραμμή στην κατηγορία του αυγού, του «Ώχ αδερφέ, δεν βαριέσαι;». Ποιος νοιάζεται και αν παραβιαστεί! Και μετά έρχονται οι γραμμές στην κατηγορία της κότας: είναι αυτές που είναι ζωγραφισμένες στον δρόμο μπροστά από τα φανάρια της τροχαίας. Ίσως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν δέχονται να σταθούν πίσω από την κίτρινη γραμμή στο αεροδρόμιο, που τσούπ, χώνονται μπροστά σου όταν έχεις σταματήσει πίσω από την άσπρη γραμμή στο κόκκινο φανάρι, έτσι ώστε να μπορείς να το δείς μόλις αλλάξει και να ξεκινήσεις. Ίσως πάλι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δεν σέβονται τις διπλές άσπρες γραμμές στην μέση του δρόμου και κάνοντας αντικανονικές προσπεράσεις καταλήγουν με την θηλιά στον λαιμό, δυστυχώς όχι μόνον του δικού τους λαιμού, αλλά συχνά και αλλονών, μια και εκείνες οι γραμμές είναι πια στην κατηγορία του βοδιού!

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Περί βατραχόσουπας

Είναι γνωστό ότι αν βάλεις έναν βάτραχο μέσα σε μια κατσαρόλα νερό και την βάλεις να βράσει, ο βάτραχος τελικά θα πεθάνει. Αν όμως ρίξεις έναν βάτραχο μέσα σε μια κατσαρόλα με νερό που βράζει, ο βάτραχος θα πηδήξει αμέσως έξω και θα σωθεί! Η Ελλάδα για τους Έλληνες μοιάζει λίγο με το νερό που έρχεται σιγά σιγά σε βρασμό: αν είσαι μέσα, ούτε που το καταλαβαίνεις ότι η κατάσταση σιγά σιγά γίνεται αφόρητη. Aν όμως είσαι ένας βάτραχος που βουτάει μέσα στο καζάνι μετά από 33 χρόνια απουσίας, τότε τα πράγματα τα βλέπεις αλλιώς. Τώρα βέβαια, εσείς, που γνωρίζετε ότι εγώ επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από 33 χρόνια στην Αγγλία, θα νομίζετε ότι θα πηδήξω έξω από το καζάνι για να γλυτώσω. Λάθος. Δεν έχω κανέναν τέτοιο σκοπό: ήρθα γιατί κάποτε, όλα τα βατράχια πάνε στα καζάνια τους, φυσικά ή νοερά, και θα μείνω να βράσω μαζί με όλους τους βατράχους αυτού του καζανιού που λέγεται Ελλάδα.
Σαν βάτραχος όμως που έχει το προνόμιο να αντιληφθεί κάποια πράγματα που χτυπούν κατ’ ευθείαν στο μάτι του βουτηχτή-βατράχου όταν πέφτει μέσα στο καζάνι, νοιώθω την ανάγκη να μοιραστώ με τους βατράχους που ήταν πάντα μέσα στο καζάνι, και που δεν είχαν αυτό το προνόμιο, αυτές τις εντυπώσεις. Μόνο που συνήθως οι ντόπιοι βάτραχοι δεν θέλουν να ακούσουν! Αν μας επέτρεπαν εμάς, τα ξενόφερτα βατράχια, να πούμε τί βλέπουμε, ίσως να μπορούσαμε και εμείς, που αφήσαμε στην ξενιτιά πολλά πράγματα, μεγάλα κομμάτια της ζωής μας, γιατί αγαπάμε αυτό το καζάνι και θέλαμε να γυρίσουμε, ίσως, λέω, να μπορούσαμε να συμβάλλουμε μ’ αυτόν τον τρόπο, λιγουλάκι, πάρα πολύ λιγουλάκι, στη εύρεση του τρίτου ενδεχόμενου της εξέλιξης του σεναρίου των βατράχων στην κατσαρόλα. Ίσως, αντί να γίνουν σούπα τα βατράχια, ή να πηδήξουν από το καζάνι όλα μαζί ομαδικά για να σωθούν, ίσως να υπάρχει κάτι άλλο που μπορούν να κάνουν: αν άρχιζαν να πηδάν μέσα στο καζάνι όλα τα βατράχια μαζί, ίσως να μπορούσαν να χύσουν το νερό που θα έσβηνε την φωτιά από κάτω και να γλύτωναν όλα μαζί την σουποποίηση!