Όταν ήμουν στο Δημοτικό, το αναλυτικό πρόγραμμα έλεγε ότι κάθε μερικές εβδομάδες έπρεπε να πηγαίνουμε «εκπαιδευτικές» εκδρομές. Πράγματι, κάθε μερικές εβδομάδες ο Διευθυντή πρόφερε μετά την πρωινή προσευχή τις πολυπόθητες λέξεις στις οποίες απαντούσαμε με αλαλαγμούς χαράς, όχι γιατί η εκδρομή που θα μας πήγαιναν θα ήταν κάτι το συναρπαστικό, αλλά φυσικά γιατί θα χάναμε τα μαθήματα. Η εκδρομή γινόταν σχεδόν πάντα στο λεγόμενο «χωραφάκι» που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα άκτιστο οικόπεδο, λίγα μέτρα από το σχολείο. Είχε και ένα βρυσάκι στην άκρη-απαραίτητο για να θεωρείται εκδρομικός προορισμός-που κληροδότησε το όνομα του στην στάση του λεωφορείου που περνάει τώρα από κει: στάση βρυσάκι. Όταν φτάναμε εκεί, ως δια μαγείας κάποιες πλιάν καρέκλες εμφανίζονταν από κάποιο διπλανό σπίτι για να καθίσουν οι δάσκαλοι, κάποια φιλότιμη γειτόνισσα τους έφερνε καφέδες, και εμείς καθόμασταν στα χόρτα και κουβεντιάζαμε, ή κυνηγιόμασταν και παίζαμε μήλα και τζαμί. Σπανίως, πολύ σπανίως, αν έσπαζε κανένας διάβολος το ποδάρι του, μας πήγαιναν εκδρομή στην «Ελβετία», που είχε σχέση με Ελβετία όσο σχέση έχει η Κοζάνη με την Λωζάνη! Ένα παρκάκι, λίγο πιο μακριά από το χωραφάκι, με καχεκτικά πεύκα, εξ ού και το όνομα-εννοώ ότι το όνομα ερχόταν από την ύπαρξη πεύκων, όχι από το ότι ήταν καχεκτικά! Αυτό πια και αν ήταν «εκπαιδευτική» εκδρομή! Το κακό σε όλα αυτά ερχόταν αργότερα: την πρώτη φορά μετά την εκδρομή που είχαμε το μάθημα «έκθεση ιδεών», σχεδόν πάντα το θέμα μας ήταν «Η πρόσφατη εκδρομή μας». Τι να γράψεις τώρα για την βόλτα στο χωραφάκι; Και πώς να γεμίσεις δυο σελίδες από μπούρδες μέσα σε 45 λεπτά; Αυτό μάλλον θα ήταν το εκπαιδευτικό κομμάτι της εκδρομής: μας εξασκούσαν στην μπουρδολογία! Και μια και μας είχαν πει ότι πρέπει να διανθίζουμε το κείμενο μας με παρομοιώσεις και ωραία σχήματα λόγου, ήταν πια καθιερωμένο κάθε έκθεση που γράφονταν να περιέχει και την φράση: «Όταν φτάσαμε στο χωραφάκι, σκορπιστήκαμε σαν τα προβατάκια.». Σκορπιστήκαμε σαν τα προβατάκια μια, σκορπιστήκαμε σαν τα προβατάκια δυό, ε κάποτε και εγώ βαρέθηκα να χρησιμοποιώ ένα τόσο περίτεχνο σχήμα λόγου, και αποφάσισα να πρωτοτυπήσω. Έτσι έγραψα μια έκθεση που περιέγραφε την εκδρομή μας σε ένα λιβάδι με ρυάκι στην μέση, με ελαφάκια να σκύβουν να πίνουν νερό, πουλάκια να κελαηδούνε, και γενικά με όλα εκείνα που περιέχουν κάτι ζωγραφιές των Γιαχωβάδων που δείχνουν την επικείμενη Βασιλεία των Ουρανών! Ο δάσκαλος δεν εκτίμησε καθόλου την φαντασία μου: πήρα κακό βαθμό γιατί η έκθεση μου δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα! Θαρρείς και η δραπέτευση από τα μαθήματα στο χωραφάκι είχε σχέση με εκπαίδευση και με εκδρομή!
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι γενιές από Ελληνόπουλα μεγάλωσαν κάπως έτσι: να τους παρουσιάζουν δηλαδή τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες! Αλλιώς δεν εξηγείται αυτή η μανία όλων μας να διακοσμούμε την γλώσσα μας με περικοκλάδες. Για παράδειγμα, ο τηλεπαρουσιαστής, δεν λέει «Αύριο η Θερμοκρασία θα είναι...» αλλά «Αύριο ο υδράργυρος θα δείξει...», δεν λέει «η πυρκαγιά», αλλά «η πύρινη λαίλαπα», ούτε λέει «έπασχε από καρκίνο» αλλά «έπασχε από την επάρατο νόσο»! Δεν λέει «Ο εκπρόσωπος τύπου του τάδε κόμματος είπε» αλλά λέει «Η Ριγήλης είπε...», ή «Η Κουμουνδούρου απάντησε...» Ποιά είναι η Ριγήλης και ποιά η Κουμουνδούρου, δεν έχω ιδέα! Έχουμε και άλλα σχήματα λόγου, όπου το όνομα του αναφερομένου χρησιμοποιείται μια φορά και ύστερα συνεχίζουμε με επίθετα όπως «η τριαντάχρονη..», «ο πενηνταεξάχρονος..» θαρρείς και το να πούμε το όνομα πάνω από μία φορά είναι βαρετό, αλλά να συνεχίσουμε να επαναλαμβάνουμε την ηλικία κάποιου βελτιώνει την φιλολογική χροιά του λόγου.
Έχουμε όμως και τη καθημερινή μας γλώσσα, που είναι άκρως ποιητική, πολύ περισσότερο από τα Εγγλέζικα. Συνηθισμένη σ’ αυτήν την γλώσσα των ποιητών, μπορώ να πω ότι ένοιωσα την έλλειψη της όταν για πολλά χρόνια η καθημερινή μου γλώσσα ήταν τα Αγγλικά. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα δεν λέμε «κίτρινες σελίδες», αλλά «χρυσός οδηγός»! Δεν λέμε «ανησυχώ» αλλά «μ’ έζωσαν τα μαύρα φίδια»! Δεν λέμε «υδρογονωμένα έλαια» ή έστω «μαργαρίνη», λέμε «βούτυρο»! Δεν λέμε «το λεωφορείο ήταν γεμάτο», λέμε «ήταν φίσκα» (Ιταλιστί), ή «ήταν πατείς με πατώ σε» (Αρχαϊστί) ή «ήμασταν παστές σαρδέλες» (μπακαλιστί!) ή και τα τρία μαζί! Πώς να αισθανθείς ότι εξέφρασες την αγανάκτηση σου αν δεν πεις «Το λεωφορείο ήταν φίσκα, πατείς με πατώ σε, παστές σαρδέλες!» αλλά να πρέπει να περιοριστείς στο «The bus was rather full…» (αντιστοιχία τυπικής Ελληνικής υπερβολής με «typical English understatement»!)
Στην Ελλάδα δεν λέμε «συνθετικό», λέμε «δερματίνη» ή «τεχνόδερμα»! Δεν λέμε «πολυέστερ» αλλά «σατέν»! Δεν λέμε «αναψυκτικό», αλλά «πορτοκαλάδα», έστω και αν το συνονθύλευμα είναι ένα μίγμα βασικά νερού, χρώματος και ζάχαρης (που αν περιέχει και ίχνη χυμού το λέμε «νέκταρ», κάτι που συγκεκριμένη Ελληνική αεροπορική εταιρεία σου το προσφέρει ως «χυμό»)! Μετά από αυτό, η συζήτηση μεταξύ Γκιωνάκη και Σταυρίδη στο έργο «Τα κίτρινα γάντια» παίρνει άλλο νόημα! Δεν είναι πια η συζήτηση του χαζού με τον λογικό, αλλά μάλλον η συζήτηση του καλά πληροφορημένου ντόπιου με τον νεοαφιχθέντα στην Ελλάδα:
Σταυρίδης (ο νεοαφιχθής): «Φέρε μου μιά πορτοκαλάδα!»
Γκιωνάκης (ο ντόπιος): «Πορτοκαλάδα θέτε; Από πορτοκάλια;»
Σταυρίδης (ο νεοαφιχθής): «Εμ τι από λεμόνια;»
Γκιωνάκης (ο ντόπιος): «Λεμονάδα θέτε; Από λεμόνια;»
Σταυρίδης (ο νεοαφιχθής): «Βρε φέρε εκεί ό,τι έχεις! Λεμονάδα, γκαζόζα ό,τι νάναι!» Γκιωνάκης (ο ντόπιος): «Γκαζόζα θέτε; Τι θέτε τέλος πάντων! Με μπερδέψατε!»
Αμ εγώ να δεις μπέρδεμα, που ούτε τις ειδήσεις δεν μπορώ να παρακολουθήσω χωρίς μετάφραση!
Μαρία Πέτρου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου